-
1 δαφνία
-
2 δαφνίᾳ
-
3 δάφνη
Grammatical information: f.Meaning: `laurel' (Od.).Other forms: Variants: λάφνη δάφνη. Περγαῖοι H. and δαύχνα (Thess., Cypr.) with Δαυχναῖος (Aetol.); also δαυχμός (Nic., H.; s. δαῦκος).Derivatives: δαφνίς `laurel' (Hp.; cf. κεδρίς and Chantr. Form. 343), δαφνών `laurel wood' (Str.), δαφνῖτις `Kassia of laurek etc.' (Dsc.; Redard Les noms grecs en - της 70f.), - ίτης ( οἶνος, Gp.), surname of Apollon in Syracuse (H., EM). Adject.: δαφνώδης `laurel-like' (E.), δάφνινος `from laurel' (Thphr.), δαφνιακός (AP), δαφνήεις `rich in laurels' (Nonn.), δαφναῖος `belonging to the laurel' (Nonn.), also surname of Apollon (AP, Nonn.), Δαφναία surname of Artemis in Sparta (Paus.), also Δαφνία (Olympia, Str.). - Δάφνις m. PN, Δαφνοῦς ON.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Like the cognate Lat. laurus is δάφνη a Mediterranean word. "Die wechselnden Formen sind teils als Varianten der gebenden Sprache, teils als wechselnde Wiedergabe bei der Entlehnung verständlich." Frisk (which is true of most variants of Pre-Greek words), who continues "Solmsen Wortforschung 118 n. 1 und Bechtel Dial. 1, 205, Gött. Nachr. 1919, 343f. wollen δαύχνα, δαυχμός von δάφνη trennen und zu δαῦκος (s. d.) mit weiterem Anschluß an δαίω `anzünden' ziehen; kaum überzeugend." Several IE etymologies in W.-Hofmann s. laurus. - The word is typical for Pre-Greek, showing several variations. They can be explained by assuming * dakʷ-(n)-, which gave δαφ-ν- or δαυκ\/ χ-(ν\/μ)-; note that there is no *λαυφ-; cf. Beekes, Pre-Greek (B 1). Thus δαφν- and δαυκ\/ χ-ν\/μ- were one word.Page in Frisk: 1,353Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δάφνη
См. также в других словарях:
δαφνίᾳ — δαφνίᾱͅ , δάφνιος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάφνια ή νερόψυλλος — (daphnia pulex).Καρκινοειδές της οικογένειας των δαφνιδών, της υπόταξης των κλαδοκεραιωτών, της τάξης των διπλοστράκων. Ζει στα γλυκά, στάσιμα νερά, μέσα στα οποία μετατοπίζεται με σταθερά άλματα και γι’ αυτό την ονόμασαν και νερόψυλλο. Είναι… … Dictionary of Greek
δαφνία — η μικρό βραγχιόποδο καρκινοειδές … Dictionary of Greek
δαφνιά — η η δάφνη … Dictionary of Greek
Verwaltungsgliederung der Gemeinde Agrinio — Die griechische Gemeinde Agrinio gliedert sich seit der Verwaltungsreform 2010 in zehn Gemeindebezirke (die den Gemeinden bis 2010 entsprechen), diese wiederum gliedern sich in 50 Ortschaften (die mit den Gemeinden vor der Gemeindereform 1997… … Deutsch Wikipedia
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek
δάφνιος — δάφνιος, α, ον (Α) 1. ο δάφνινος 2. το θηλ. ως ουσ. Δαφνία, η ονομασία τής Αρτέμιδος … Dictionary of Greek
νερόψυλλος — ο ζωολ. κοινή ονομασία τού γένους δάφνια, βραγχιόποδου καρκινοειδούς … Dictionary of Greek
παρθενογένεση — Ειδικός τρόπος γενετήσιας αναπαραγωγής, που συνίσταται στην ανάπτυξη του ωαρίου χωρίς τη γονιμοποίηση. Η π. χαρακτηρίζεται ως υποτυπώδης όταν το μη γονιμοποιημένο ωάριο αρχίζει τον μερισμό, αλλά δεν ξεπερνά τα πρώτα στάδια της εμβρυϊκής… … Dictionary of Greek
καρκινοειδή — Φύλο που περιλαμβάνει υδρόβιους, κυρίως θαλάσσιους οργανισμούς· σύμφωνα με άλλους συστηματικούς ζωολόγους, τα κ. συνιστούν υποφύλο του φύλου των αρθροπόδων. Αρκετά κ. κολυμπούν, άλλα βαδίζουν στον βυθό ή είναι προσκολλημένα σε αυτόν. Η αναπνοή… … Dictionary of Greek
Μακρυνείας, δήμος — Νέος δήμος (5.241 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου Ανδρέου, Άκρων, Γαβαλούς, Δαφνιά, Κάτω Μακρινούς, Καψοράχης, Μακρινούς, Μεσαρίστης, Ποταμούλας και… … Dictionary of Greek