Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δαφνιακός

См. также в других словарях:

  • δαφνιακός — δαφνιακός, ή, όν (Μ) φρ. δαφνιακά και «δαφνιακαὶ βίβλοι» ονομασία ποιητικού βιβλίου τού Αγαθίου …   Dictionary of Greek

  • δαφνιακά — δαφνιακός belonging to a bay neut nom/voc/acc pl δαφνιακά̱ , δαφνιακός belonging to a bay fem nom/voc/acc dual δαφνιακά̱ , δαφνιακός belonging to a bay fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαφνιακῶν — δαφνιακός belonging to a bay fem gen pl δαφνιακός belonging to a bay masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»