-
1 ἀλλο-δαπός
ἀλλο-δαπός, ή, όν (s. ποδαπός), anders woher, fremd, H. z. B. δῆμος Il. 19, 324, ξεῖνοι Od. 17, 485, κακὸν ἀλλοδαποῖσι φέροντες 3, 74. 9, 255, γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει 9, 36; – p. bei Plat. Lys. 212 e; Pind. γυναῖκες P. 4, 50; ἄκρα N. 3, 25; Aesch. φῶτες Spt. 1068 u. a. D. In Prosa, Xen. Cyr. 8, 7, 14, den πολῖται entgegenstehend; ἀλλοδαπῆ Mem. 4, 3, 8; oft Plut. u. Sp.
-
2 ὑμε-δαπός
-
3 ἐκτός
Grammatical information: Adv. and prep.Meaning: `outside, far from' (Il.).Other forms: ἐχθός (Lokr., Delph.), [ἐ]κθός (Arg.)Derivatives: ἔκτο-θι `id.' (Il.), ἔκτο-θεν (Od.), ἔκτοσ-θε(ν) (Il.) `from outside', ἔκτο-σε `(to) outside' (ξ 277); - ἐχθο-δαπός `foreign, inimical' (Pergam. IIp, after ἀλλο-δαπός; associated with ἔχθος, ἐχθρός?), ἐχδόσ-δικος δίκα `proces against a foreigner' (Arc. IIIa; cf. Schwyzer-Debrunner 538); - ἔχθοι `outside' (Epid.; after οἴκοι a. o.), ἔχθω = ἔξω (Delph.). - ἐκτό-της, - ητος f. `be far(away), abcenciousness' (Gal.).Etymology: To ἐκ after ἐν-τός; ἐχθός \< *ἐκσ-τός. Schwyzer 326 and 630, Lejeune Les adv. grecs en - θεν (s. index). Cf. on ἐξ and ἐχθρός.Page in Frisk: 1,478Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐκτός
-
4 ποδαπός
ποδαπός, aus welchem Lande? dah. übh. von wannen? von woher? woher gebürtig? zuerst bei Her. 7, 218, εἴρετο, ποδαπὸς εἴη ὁ στρατός; Tragg.: ποδαπὸς ὁ ξένος, Aesch. Ch. 568; ὅμιλος, Suppl. 231; Soph. O. C. 1162; Eur. I. T. 246; ποδαπὸς τὸ γένος, Ar. Pax 186; Av. 108; τίς ὁ λέγων καὶ ποδαπός; Plat. Phaedr. 275 c; Apol. 20 b; Xen. An. 4, 4, 17; Sp., wie Luc. vit. auct. 8; Dem. sagt 25, 40 ποδαπὸς ὁ κύων; und antwortet οἷος μὴ δάκνειν, so daß es also auf die Beschaffenheit geht, in welcher Bdtg Einige ποταπός schreiben wollten, so Matth. 8, 27. – (Vgl. ἀλλοδαπός, ἡμεδαπός, τηλεδαπός, welche keine Zusammensetzung mit ΔΑΠΟΣ, δάπεδον, sondern ein eigenes Suffirum δαπος annehmen lassen, wofür auch Apoll. Dysc. de pron. p. 298 ff. spricht, ohne daß man geradezu an ποῦ ἄπο zu denken hat. S. noch Lob. Phryn. 56.)
-
5 τηλεδαπός
τηλεδαπός, aus fernem Lande, aus der Ferne, ἄνδρες, ξεῖνοι, Od. 6, 179. 19, 351 u. öfter; – auch νήσων ἔπι τηλεδαπάων, Il. 21, 454, fern gelegen. – Das Suffixum - δαπός s. in ποδαπός, wo auch die Ableitung der Alten von ΔΑΠΟΣ, δάπεδον, ἔδαφος besprochen ist.
-
6 ἐχθοδοπός
ἐχθοδοπός, όν (von ἔχϑος, man vgl. das Suffixum - δαπος in ἀλλοδαπός, Buttm. leitet es ab von ὄπτομαι, feindselig blickend, Lexilog. I p. 124 ff., Andere von ὄψ od. gar von ἔδαφος), feindselig, VLL. ἐχϑροποιός; Soph. στυγνόν τε φῶτ' ἐχϑοδοπόν, Phil. 1122; τοῖά μ οι ἀνεστέναζες ὠμόφρων ἐχϑοδόπ' Ἀτρείδαις Ai. 913; πόλεμος Ar. Ach. 226; sp. D; ὄμματα, feindselig blickend, Ap. Rh. 4, 1669; χρίσμα Opp. Hal. 4, 663; ὕδωρ ibd. 690. – In Prosa Plat., τῆς αὐτῆς ὁδοῦ ἐχϑοδοποῦ γεγονυίας πολλοῖς Legg. VII, 810 d, verhaßt, oder nach Schol., der ἐχϑροποιός erkl., verfeindend.
-
7 αλλοδαπος
I3иноземный, чужестранный(δῆμος, γαίη Hom., γυναῖκες Pind.; φῶτες Aesch., ξένος Plat.)
IIὅ иноземец, чужестранец Xen., Plut. -
8 ημεδαπος
I3(лат. nostras) наш, отечественный(ὅ ἡ. χαρακτέρ τῶν ῥημάτων Arph.)
IIὅ земляк(ὅ ἡ. Ἀμφίλυτος Plat.; Περίλαος ἦν τις ἡ. Luc.)
-
9 παντοδαπος
-
10 τηλεδαπος
-
11 παντοδαπής
παντο-δᾰπής, ές, late form of - δαπός, Epicur.Herc.1413.4, Procl. in Prm.p.605 S., EM204.23, 711.48.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοδαπής
-
12 παντοδαπός
A of every kind, of all sorts, manifold, ἄνθεα, χρόϊαι, καρπός, h.Cer. 402, Sapph.20, A.Th. 357 (lyr.), etc.;παντοδαπᾶς ἐπὶ γᾶς E. Hel. 525
(lyr., s. v.l.); π. ἱστορία miscellaneous, D.L.5.5; τὸ π. [ τῆς λέξεως] Phld.Rh.1.198 S.; of every country, ποδαπὸς εἶ; Answ.π. Luc.Vit.Auct.8
: in pl.,πολλοὶ καὶ π. Hdt.9.84
; παντοδαποὶ τῆς στρατιῆς, = π. στρατιῶται, Id.7.22: contemptuously,δοῦλοι καὶ ξένοι π. And.2.23
;πολλὴ καὶ π. ἄγνοια Pl.Sph. 228e
: [comp] Comp. : [comp] Sup.- ώτατος Hp.
Aër.9, Isoc.15.295. Adv. - πῶς in all kinds of ways, ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, π. δὲ κακοί Poet. ap. Arist.EN 1106b35, cf. Pl.Prm. 130a, etc.;π. ἔχειν Arist.EN 1100a27
.2 παντοδαπὸς γίγνεται assumes every shape, Ar.Ra. 289, Pl.R. 398a; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοδαπός
-
13 τηλεδαπός
A from a far country, ἄνδρες, ξεῖνοι, Od.6.279, 19.351, etc.: of places, far off, distant,νήσων ἔπι τηλεδαπάων Il.21.454
, 22.45, cf. Jahresh.23 Beibl. 178 ([place name] Thrace), Sammelb.7423.9. (On the termin. - δαπος, v. ἀλλοδαπός.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τηλεδαπός
-
14 ἀλλοδαπός
A aliud, - απος = -ṇq[uglide]ος, cf. Lat. long-inquus) belonging to another people or land, foreign, Il. 16.550, Od.17.485, Sapph.92, Pi.N.1.22, A.Th. 1082, X.Cyr.8.7.14, etc.; in foreign parts,Sammelb.
4284.7 (iii A. D.) :— later [suff] ἀλλο-δᾰπής, ές, EM68.2, cf. Ps.-Callisth.2.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοδαπός
-
15 ἐχθοδαπός
ἐχθο-δᾰπός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχθοδαπός
-
16 ἀλλοδαπός
ἀλλο-δαπός, anders woher, fremd -
17 ὑμεδαπός
ὑμε-δαπός, der Eurige, euer Landsmann -
18 ἀλλοδαπός
Grammatical information: adj.Meaning: `from another land, foreign' (Il.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: From ἄλλος, built like τηλεδαπός, παντοδαπός, ποδαπός, ἡμεδαπός. Explained as ἀλλοδ-απός, with the old neutral marker (Lat. aliud). The latter part would be the same as Lat. - inquus ( longinquus etc.), PIE -n̥kʷ̯o-. Bechtel Lex., Schwyzer 604 A. Doubts Meillet BSL 28, 42ff.: - δαπός an unknown suffix. Suffixes are not added to case forms, like the neutral -d. Cf. vW.Page in Frisk: 1,76Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀλλοδαπός
См. также в других словарях:
εχθοδαπός — ἐχθοδαπός, όν (Α) επιγρ. ξένος, αλλοδαπός, εχθρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθός «εκτός» + δαπος. Το β συνθετικό κατ αναλογίαν προς το αλλο δαπός*. Κατ άλλη άποψη διαφορετικός τ. τού εχθο δοπός* με το β συνθετικό πάλι κατ αναλογίαν προς το αλλο δαπός] … Dictionary of Greek
αλλοδαπός — Αυτός που κατάγεται από ξένη χώρα, που είναι υπήκοος ξένου κράτους. Με την ανάπτυξη των διεθνών σχέσεων στους διαφόρους τομείς της οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας των ατόμων και των δημόσιων φορέων της κάθε χώρας δημιουργείται όλο και … Dictionary of Greek
εχθοδοπός — ἐχθοδοπός, όν (Α) 1. εχθρικός, μισητός, αξιομίσητος («πόλεμος ἐχθοδοπός», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ποιῶν ἔχθραν». [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιο παράγωγο τού έχθος* με επίθημα δοπός, άγνωστης προελεύσεως. Κατ άλλη άποψη < εχθο δαπός* με… … Dictionary of Greek
παντοδαπός — ή, ό / παντοδαπός, ή, όν, ΝΜΑ 1. ο κάθε είδους ή κάθε γένους, παντοειδής, ποικίλος («τῶν δὲ καρκίνων παντοδαπώτερον τὸ γένος», Αριστοτ.) 2. αυτός που προέρχεται από κάθε χώρα, από κάθε τόπο («παδαπὸς εἶ; παντοδαπός», Λουκιαν.) αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek
ποδαπός — και ποταπός, ή, όν, Α (ερωτ. αντων.) 1. από ποια χώρα, από ποιο μέρος, από πού (α. «Ὑδάρνης... εἴρετο Ἐπιάλτην ποδαπὸς εἴη ὁ στρατός», Ηρόδ. β. «πόθεν ἐπλεύσατ , ὦ ξένοι; ποδαποί; τίς ὑμᾱς ἐξεπαίδευσε πόλις;», Πλάτ.) 2. ποιας ποιότητας, τί είδους … Dictionary of Greek