Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀργυροδίνης

См. также в других словарях:

  • αργυροδίνης — ἀργυροδίνης, ο (Α) (επίθ. ποταμών) αυτός που σχηματίζει ασημένιες δίνες στα νερά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + δίνη «στρόβιλος»] …   Dictionary of Greek

  • ἀργυροδίνης — ἀργυροδί̱νης , ἀργυροδίνης silver eddying masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυροδίνα — ἀργυροδί̱νᾱ , ἀργυροδίνης silver eddying masc nom/voc/acc dual ἀργυροδί̱νᾱ , ἀργυροδίνης silver eddying masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AETOLIA, ab AETOLO — vide infra: qui pulsus â Salmoneo Rege Epeorum et Pisaeorum, huc concessit: auctore Xenophonte, Achaiae regiuncula est, Epiro, Acarnaniae, et Locris finitima. Urbes hîc olim celebres, Chalcis, Arachthe, Olenae, Calydon, Oenei Regis sedes. Populos …   Hofmann J. Lexicon universale

  • COPHES — I. COPHES Artabazi fil. ab Alexandro, ad Arimazen Sogdianum, de Aorno Petra tradenda, missus. Curt. l. 7. c. 11. II. COPHES Indiae citerioris fluv. in Indum influens. Dionys. Perieg. v. 1140. Τοῖς δ᾿ ἐπὶ καὶ Κώφης τρίτος ἕςπεται ἀργυροδίνης,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… …   Dictionary of Greek

  • δίνη — η (AM δίνη) 1. περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου, στρόβιλος, ρούφουλας 2. βάσανα, κακοπάθεια, αναστάτωση («η δίνη τού πολέμου») νεοελλ. 1. η ανατάραξη τής θάλασσας που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων ή στη λειτουργία έλικα πλοίου, το… …   Dictionary of Greek

  • ἀργυροδίναν — ἀργυροδί̱νᾱν , ἀργυροδίνης silver eddying masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυροδίνεω — ἀργυροδί̱νεω̆ , ἀργυροδίνης silver eddying masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυροδίνην — ἀργυροδί̱νην , ἀργυροδίνης silver eddying masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυροδίνου — ἀργυροδί̱νου , ἀργυροδίνης silver eddying masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»