-
1 ἀργυρο-δίνης
ἀργυρο-δίνης (δίνη), ὁ, silberstrudelnd, Beiwort von Flüssen, des Peneos Iliad. 2, 753, des Xanthos 21, 8. 130.
-
2 ἀργυρο-δῑνής
ἀργυρο-δῑνής, ές, dasselbe, Sp.?
-
3 ἀργυροδίνης
ἀργυρο-δίνης, ἀργυρο-δῑνής, silberstrudelnd, Beiwort von Flüssen -
4 ἀργυροδῑνής
ἀργυρο-δίνης, ἀργυρο-δῑνής, silberstrudelnd, Beiwort von Flüssen -
5 ἀργυροδίνης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυροδίνης
-
6 ἀργυροδίνης
ἀργυρο-δίνης ( δίνη): silver-eddying; epith. of rivers. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀργυροδίνης
-
7 αργυροδινης
См. также в других словарях:
χρυσοδίνης — ὁ, ΜΑ, και χρυσεοδίνης Μ αυτός που έχει χρυσή δίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + δίνης (< δίνη), πρβλ. ἀργυρο δίνης] … Dictionary of Greek