-
1 ток
I. 1. эл. το ρεύμαпреобразовывать переменный - в постоянный μετατρέπω το εναλλασσόμενο - σε σταθερόвихревой - δίνης, το δινόρευμα- τα δίνης2. (течение, поток) η ροή, το ρεύμα. II.с.-х. (площадка для молотьбы) το αλώνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ток
-
2 завихрение
η δίνη, ο στροβιλισμός, -ность η κατάσταση δίνης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завихрение
-
3 завихритель
η γεννήτρια δίνης· лопаточный - τύπου πτερυγίων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завихритель
-
4 коэффициент
ο συντελεστής- деления (делителя частоты, перерасчётной схемы и т.п.) - της διαίρεσης, - диэлектрических потерь - των διηλεκτρικών απωλειών- передачи (авт.элн.) - (απόδοσης) τηςμετάδοσης- полезного действия (кпд) - απόδοσης, η πραγματική (ή ωφέλιμη) ισχύς- полноты водоизмещения мор. - τηςγάστρας (η σχέση όγκου-υφάλων με μήκος- полноты мидель-шпангоута мор. - της γάστρας (ησχέση επιφάνειας της μέσης τομής με πλάτοςκαι πλευρικό ύψος)- продольной полноты мор. - της γάστρας (η σχέση των υφάλωνμε την επιφάνεια της μέσης τομής και τουμήκους)пропульсивный мор. - της πρόωσηςторможения - πέδησης/φρεναρίσματοςудельный - (в колориметрии) ειδικός -,ποσοστιαίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коэффициент
-
5 фортрап
мет. о διαχωρισμός της δίνης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фортрап
См. также в других словарях:
Δίνης — Δίνη whirlpool fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνης — δί̱νης , δίνη whirlpool fem gen sg (attic epic ionic) δινέω whirl imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) δί̱νης , δινεύω whirl imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίνῃς — Δίνη whirlpool fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνῃς — δί̱νῃς , δίνη whirlpool fem dat pl (epic) δίνω thresh out on the pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδινής — εὐδινής, ές (Α) ο ευδίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δινής (< δίνη), πρβλ. περι δινής, ταχυ δινής] … Dictionary of Greek
ευρυοδίνης — εὐρυοδίνης, ὁ (Α) (για ποταμό) αυτός που σχηματίζει πλατιές δίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + δινης (< δίνη), πρβλ. βαθυ δίνης, καλλι δίνης. Το ο συνδετικό φωνήεν, αναλογικά προς άλλα σύνθετα τού ευρυ με β συνθετικό που άρχιζε από ο ] … Dictionary of Greek
ηεροδίνης — ἠεροδίνης, εω, ὁ (Α) αυτός που περιφέρεται, που περιδινείται στον αέρα («ἠεροδίνης αἰετός»), Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + δίνης (< δίνη), πρβλ. ευρυ δίνης, πυρι δίνης] … Dictionary of Greek
θεοδινής — θεοδινής, ές, (Α) αυτός που στάλθηκε σαν δίνη από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δινής (< δίνη), πρβλ. αλμυρο δινής ταχυ δινής] … Dictionary of Greek
καλλιδίνης — καλλιδίνης, δωρ. τ. καλλιδίνας, ὁ (Α) αυτός που έχει ωραίες δίνες, ωραίες κυκλικές στροφές τού ρεύματος («Πηνειὸς ὁ καλλιδίνας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + δίνης (< δίνη), πρβλ. ηερο δίνης, πορφυρο δίνης] … Dictionary of Greek
φρενοδινής — ές, ΜΑ μτφ. αυτός που κάνει τον νου να περιστρέφεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + δινής (< δίνη), πρβλ. αἰθερο δινής, ταχυ δινής] … Dictionary of Greek
περιδινής — ές, Α κυκλικός («περιδινέα κύρτον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δίνης (< δίνη), πρβλ. ευ δινής] … Dictionary of Greek