-
1 Πηνειος
дор. Πηνεϊός ὅ Пеней (главная река Фессалии, впадающая в Термейский залив) Hom., HH. etc. -
2 Πηνειός
Πηνειόςmasc nom sg -
3 Πηνειός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Πηνειός
-
4 Πηνεϊός
Πηνειόσ, Πηνεϊόςa a river in Thessaly.Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνεϊὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν P. 10.56
cf. Σ, Πα. 1. 3, τινα λέγει Πηνειόν. σύνδετος λέγεται ὅτι ἔσχε συνάφειαν τῷ Τιταρησίῳ cf. Hom., B 751ff.b the river god. ( Ψψεύς)ὅν ποτε Ναὶς εὐφρανθεῖσα Πηνειοῦ λέχει Κρέοισ' ἔτικτεν P. 9.16
-
5 Πηνειός
ο р. Пиньос, Пеней (Фессалия);тж. Σαλα(μ)βριάς -
6 Πηνειοί
Πηνειόςmasc nom /voc pl -
7 Πηνειέ
Πηνειόςmasc voc sg -
8 Πηνειόν
Πηνειόςmasc acc sg -
9 Πηνειώ
-
10 κατα-κρατέω
κατα-κρατέω, in seiner Gewalt haben, festhalten, behaupten, in seine Gewalt bringen, überwältigen, siegen; absol., in tmesi, Aesch. Pers. 103; Her. 7, 168; Plat. Legg. VIII, 840 e; – c. acc., τὰς τροφάς Plat. Legg. VII, 789 d; Sp., wie Μάρδους μάχαις D. Cass. 51, 25; τινὰ ἀρετῇ 54, 28; pass., κατακρατεῖσϑαι ὑπὸ νόμου Zaleuc. Stob. fl. 44, 21; – τινός, Pol. 1, 8, 1; Κλεοπάτρα δύο ἀνδρῶν Ῥωμαίων κατεκράτησε Dio Cass. 51, 15. – Intrans., vorherrschen, ὁ Πηνειὸς τῷ οὐνόματι κατακρατέων τοὺς ἄλλους ποταμοὺς ἀνωνύμους εἶναι ποιέει Her. 7, 129; im vorherrschenden Gebrauche sein, Schol. Ar. Vesp. 444.
-
11 καλλι-δίνης
καλλι-δίνης, ὁ, schön wirbelnd, schön fließend, Πηνειός Eur. Herc. Fur. 365.
-
12 αργυροδινης
-
13 καλλιδινας
(Πηνειός Eur.)
-
14 Σαλα(μ)βρτάς
η см. Πηνειός -
15 Σαλα(μ)βρτάς
η см. Πηνειός -
16 Πηνειοίο
-
17 Πηνειοῖο
-
18 Πηνειού
-
19 Πηνειοῦ
-
20 Πηνειώι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Πηνειός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηνειός — Oνομασία 2 ελληνικών ποταμών. 1. Ποταμός της Θεσσαλίας, ο δεύτερος της χώρας σε μήκος (205 χλμ., λεκάνη απορροής 10.704 τ. χλμ.) μετά τον Αλιάκμονα. Σχηματίζεται από διάφορους βραχίονες στα σύνορα με την Ήπειρο και τη Μακεδονία, σημαντικότεροι… … Dictionary of Greek
Πηνειός — Sp Pinijas Ap Πηνειός/Pēneios, Pineios L u. C Graikijoje … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Πηνειός — ο ποταμός της Θεσσαλίας, αλλιώς Σαλαμπριάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πηνειοῖο — Πηνειός masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηνειοί — Πηνειός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηνειοῦ — Πηνειός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηνειέ — Πηνειός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηνειῶ — Πηνειός masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηνειῷ — Πηνειός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηνειόν — Πηνειός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)