-
1 θεο-δῑνής
-
2 θεοδῑνής
θεο-δῑνής, ές, von Gott herumgedreht, geschwungen
См. также в других словарях:
θεοδινής — θεοδινής, ές, (Α) αυτός που στάλθηκε σαν δίνη από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δινής (< δίνη), πρβλ. αλμυρο δινής ταχυ δινής] … Dictionary of Greek