Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δίης

См. также в других словарях:

  • διῆς — διά εἰμί sum imperf ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίης — Δίη fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίης — δίεμαι speed pres ind act 2nd sg δί̱ης , δῖος heavenly fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίος — δῑος, ῑα, ῑον (Α) Ι. 1. αυτός που κατάγεται από τον Δία ή ανήκει στον Δία 2. (για θεούς) θείος, λαμπρός («δῑα θεάων, δῑος δαίμων») 3. (για ανθρ.) ευγενής, ένδοξος («Πηνελόπη δῑα γυναικῶν») 4. (για ανθρ. με ψυχική ανωτερότητα) ευγενής στην ψυχή,… …   Dictionary of Greek

  • κυδίης — κῡδίης , κυδιάω bear oneself proudly imperf ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυδίης — Λύδιος of Lydia fem gen sg (epic ionic) Λῡδίης , Λυδία a history of Lydia fem gen sg (epic ionic) Λυδίης masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδίῃς — ἴδιος one s own fem dat pl (epic ionic) ἰ̱δίῃς , ἰδίω sweat pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»