Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δέδμητο

См. также в других словарях:

  • δέδμητο — δαμάζω overpower plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) δέμω build plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέδμηθ' — δέδμηται , δαμάζω overpower perf ind mp 3rd sg δέδμητο , δαμάζω overpower plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) δέδμηται , δέμω build perf ind mp 3rd sg δέδμητο , δέμω build plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίσκεπτος — η, ο / περίσκεπτος, ον, ΝΑ νεοελλ. ο κατεχόμενος από πολλές σκέψεις, βυθισμένος σε σκέψεις, σκεπτικός, συλλογισμένος αρχ. 1. αυτός που βλέπεται από παντού, καταφανής από ὁλες τις πλευρές, περίοπτος 2. υψηλός 3. (κατά άλλη ερμ.) σκεπασμένος γύρω… …   Dictionary of Greek

  • υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»