-
1 δασκιος
-
2 δάσκιος
δάσκιοςthick-shaded: masc /fem nom sg -
3 δάσκιος
1 shadyδασκίοις Φλειοῦντος ὑπ' ὠγυγίοις ὄρεσιν N. 6.43
ἐν δασκίοισιν πατήρ fr. 177e. ] δασκιον[ P. Oxy. 2445. fr. 12. -
4 δάσκιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δάσκιος
-
5 δάσκιος
δά-σκιος ( σκιά): thick-shaded, Il. 15.273 and Od. 5.470.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δάσκιος
-
6 δάσκιος
δά-σκιος, sehr schattig, schattenreich; übertr., dicht -
7 δάσκιον
δάσκιοςthick-shaded: masc /fem acc sgδάσκιοςthick-shaded: neut nom /voc /acc sg -
8 δασκίοις
δάσκιοςthick-shaded: masc /fem /neut dat pl -
9 δασκίοισιν
δάσκιοςthick-shaded: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
10 δασκίου
δάσκιοςthick-shaded: masc /fem /neut gen sg -
11 δάσκια
δάσκιοςthick-shaded: neut nom /voc /acc pl -
12 δάσκιοι
δάσκιοςthick-shaded: masc /fem nom /voc pl -
13 μεγαλό-σκιος
μεγαλό-σκιος, Erkl. von δάσκιος, E. M. 248, 51.
-
14 δα
δα-, als Präfixum = διά, ζα-, z. B. δαφοινός, δάσκιος.
-
15 δασύ-σκιος
δασύ-σκιος, Erkl. der Gramm. von δάσκιος.
-
16 δα-φοινός
δα-φοινός, fem. δαφοινή Opp. C. 3, 440, eigentl. = ganz blutig, ganz blutroth; von φοινός und δα- = ζα- = διά, vgl. δάσκιος; Apoll. Lex. Homer. p. 56, 11 δαφοινός ὁ μεγάλως φοινὸς καὶ ἐρυϑρός. ἔνιοι δὲ δαφοινὸν τὸν μεγάλως φόνιον, Homer dreimal: Iliad. 11, 474 δαφοινοὶ ϑῶες, rothgelb; Iliad. 10, 23 δαφοινὸν δέρμα λέοντος αἴϑωνος; Iliad. 2, 308 δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινός. Vgl. δαφοινεός Iliad. 18, 538. – Folgende: Κῆρες Hes. Sc. 250; πῆμα H. h. Ap. 304; ἄγρα Pind. N. 3, 77; αἰετός Aesch. Prom. 1024; λύκοι Opp. C. 3, 393; blutroth, δαλός Aesch. Ch. 606; rothgelb, Eur. Alc. 581 λεόντων ἁ δαφοινὸς ἴλα.
-
17 δά-πεδον
δά-πεδον, τό, der Fußboden; von γῆ und πέδον, Erdboden, δᾶ Nebenform von γῆ, vgl. Δημήτηρ, die Kürze des α in δάπεδον ist Ionisch, vgl. ἀλλοδαπός; nach Einigen von πέδον und δα – = ζα – = διά, vgl. δάσκιος und δαφοινός, sehr ebener, d. h. festgeschlagener, künstlich bereiteter Boden, Estrich, vgl. ἐπίπεδος. – Bei Homer in den Formen δάπεδον und δαπέδῳ ; entschieden = Fußboden eines Zimmers Odyss. 11, 420. 22, 188. 309. 455. 24, 185; von dem künstlich hergerichteten Raume vor Odysseus Hausthüre, πάροιϑεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο, ἐν τυκτῷ δαπέδῳ, Odyss. 4, 627. 17, 169; vom freien Felde, in der Unterwelt, Odyss. 11, 577; zweifelhaft, ob Fußboden im Hause, oder vor dem Hause Odyss. 10, 227 ἔνδον γάρ τις καλὸν ἀοιδιάει – δάπεδον δ' ἅπαν ἀμφιμέμυκεν; eben so zweifelhaft Iliad. 4, 2 οἱ δὲ ϑεοὶ πὰρ Ζηνὶ καϑήμενοι ἠγορόωντο χρ υσέῳ ἐν δαπέδῳ, μετὰ δέ σφισι πότνια ἥβη νέκταρ ἐῳνοχόει· τοὶ δὲ χρυσέοις δεπάεσσιν δειδέχατ' ἀλλήλους, Τρώων πόλιν εἰσορόωντες – Bei den Folgenden überhaupt = Gegend, Land, τὸ καλὸν Συρίης δ. Posidip. 3 (XII, 131); bes. im plur., Pind N. 7. 34. 10, 28; Aesch. Prom. 831; Eur Hipp. 230; Gaetul 8 (VII. 245); γῆς δ., Erdboden, Ar. Plut. 515. Gew. der Fußboden im Zimmer, Her. 4, 200; Xen. Cyr. 8, 8, 16; vgl. ἔδαφος. – Wo α lang ist, wird besser γάπεδον geschrieben.
-
18 ασκιος
21) покрытый тенью, тенистый (v. l. δάσκιος), по друг. - лишенный тени(ὄρεα Pind.)
2) не отбрасывающий тени(γνώμων Diod., Plut.)
ἀσκίους γίνεσθαι Polyb. — лишаться собственной тени -
19 δα
I.δαδᾰнеотделимая приставка с усилит. знач. (ср. δάσκιος, δαφοινός)II.δᾶδᾶ, δᾶν[предполож. дор. voc. и acc. к γᾶ См. γα = γῆ См. γη, по друг. - к Ζεύς] частица в клятвенно-восклицательных формулахδᾶ (φεῦ)! Aesch. и φεῦ δᾶ! Eur., Arph. — о боже!;
οὐ δᾶν! Theocr. — нет, клянусь! -
20 δα-
δᾰ-, intens. Prefix,A = ζα-, as in δάσκιος, δαφοινός.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δάσκιος — δάσκιος, ον (Α) 1. με πυκνή σκιά («δάσκιος ὕλη» σκιερό, πυκνό δάσος) 2. δασώδης («δάσκια ὄρη») 3. (για τα γένια) «δάσκιον γενειάδα» τα μακριά, πυκνά του γένια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για σύνθετη λ. με α συνθετικό το επιτατικό… … Dictionary of Greek
δάσκιος — thick shaded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάσκιον — δάσκιος thick shaded masc/fem acc sg δάσκιος thick shaded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασκίοις — δάσκιος thick shaded masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασκίοισιν — δάσκιος thick shaded masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασκίου — δάσκιος thick shaded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάσκια — δάσκιος thick shaded neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάσκιοι — δάσκιος thick shaded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
IDA — I. IDA hodie mons Troade, mons altissimus, qui ad Troadem spectat, totius Hellesponti altissimus, Diod. Sic. l. 17. cuiuscacumen Gargarus Strab. l. 10. p. 472. 475. l. 12. p. 574. l. 13. p. 581. 583. et 604. Athen. l. 15. p. 682. dicitur. In hoc… … Hofmann J. Lexicon universale
δάσκιλλος — ο (Α δάσκιλλος) γένος ακανθοπτερύγιων ψαριών νεοελλ. κολεόπτερο έντομο τών εύκρατων και ημιτροπικών χωρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης ονομασία ψαριού με πιθανό αναδιπλασιασμό τού λ , που συνδέεται μάλλον με το δάσκιος* «σκιερός». Πρόκειται ίσως για ψάρι με … Dictionary of Greek
δαυλός — (I) δαυλός και δαῡλος, ον (Α) 1. πυκνός, δασύς («δαυλά γένεια», «...καλεῑσθαι τά δασέα ὑπὸ τῶν παλαιῶν δαῡλα») 2. φρ. «δαυλοὶ πραπίδων, δάσκιοί τε πόροι» σκοτεινές μηχανορραφίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προτείνεται η αναγωγή της λ. σε IE *dns u … Dictionary of Greek