-
1 Σκιος
ὁ Ский (правый приток римск. Истр) Her. -
2 Σκίος
Σκίοςmasc nom sg -
3 περί-σκιος
περί-σκιος, ringsum beschattet, der ringsum Schatten hat, von Menschen der kalten Zone, Strab. 2, 5, 43.
-
4 παντ-ά-σκιος
παντ-ά-σκιος, ganz ohne Schatten, Hesych.
-
5 παλί-σκιος
παλί-σκιος, wie παλίνσκιος, wieder und wieder beschattet, dicht beschattet; ἐλαῖαι, Arist. H. A. 5, 30; Folgde; ἐν παλισκίῳ, an einem schattigen Orte, Plut. Num. 5; Arat. 22 u. a. Sp.
-
6 παλίν-σκιος
παλίν-σκιος, = παλίσκιος; χειμών, Soph. frg. 272; Archil. 19 u. sonst als v. l.
-
7 πολύ-σκιος
πολύ-σκιος, mit vielem Schatten, sehr schattig, Xen. Cyn. 5, 9.
-
8 πάν-σκιος
-
9 σύ-σκιος
-
10 τανύ-σκιος
τανύ-σκιος, mit langgestrecktem, weitem Schatten, Opp. Cyn. 4, 356.
-
11 φιλό-σκιος
φιλό-σκιος, den Schatten liebend, Theophr.
-
12 βραχύ-σκιος
βραχύ-σκιος, kurzschattig, Ach. Tat.
-
13 κατά-σκιος
κατά-σκιος, beschattet, schattig; κήρυκα κατάσκιον κλάδοις ἐλαίας Aesch. Ag. 479, vgl. Suppl. 349; ϑαλλόν, ᾡ κατάσκιον πᾶσαν γενέσϑαι χϑόνα Soph. El. 414; Sp., χωρίον μεγίστοις κατάσκιον ἄλσεσι Hdn. 1, 12, 3; κράναν τ' αἰγείροισι κατάσκιον Mnasalc. 8 (IX, 333); übh. bedeckt, λάχνῃ δέρμα κατάσκιον Hes. O. 515. – Auch akt., τρεῖς κατασκίους λόφους σείει, vom Helmbusch, Aesch. Spt. 366, schattig, Schatten werfend, wie Ar. Ach. 929; ἔρνεσι κατασκίοις Eur. Phoen. 657.
-
14 εὔ-σκιος
εὔ-σκιος, mit gutem Schatten, schattenreich; Ἀχέροντος ἀκτή Pind. P. 11, 21; οἰκία Xen. Oec. 9, 4; ἄλσος Theocr. 7, 8.
-
15 μεγαλό-σκιος
μεγαλό-σκιος, Erkl. von δάσκιος, E. M. 248, 51.
-
16 δασύ-σκιος
δασύ-σκιος, Erkl. der Gramm. von δάσκιος.
-
17 δαφνό-σκιος
δαφνό-σκιος, mit Lorbeer beschattet, ἄλσος p. bei Ath. XIV, 636 a.
-
18 μακρό-σκιος
μακρό-σκιος, langschattig, Hesych.
-
19 βαθύ-σκιος
-
20 δά-σκιος
δά-σκιος, sehr schattig, schattenreich, von σκιά und δα – = ζα – = διά, vgl. δαφοινός. Bei Homer zweimal: δάσκι ος ὕλη Versende Iliad 15, 273, δάσκιον ὕλην Versende Odyss. 5, 470. – Folgende: ὄρη Eur. Bacch. 218; Ar. Th. 998; übertr., dicht, γενειάς Aesch. Pers. 316; Soph. Tr. 13.
См. также в других словарях:
Σκίος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιός — ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού περκόμορφου ψαριού Sciaena umbra τής οικογένειας σκιαινίδες, συγγενικού με το μυλοκόπι και με τον κρανιό, που έχει εύγευστη σάρκα, αλλ. σικιός … Dictionary of Greek
Σκίῳ — Σκίος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερόσκιος — ο (Α ἑτερόσκιος, ον) αυτός που ρίχνει σκιά προς το ίδιο πάντοτε μέρος (δηλ. μόνο προς το ένα μέρος) αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἑτερόσκιοι αυτοί που κατοικούν βόρεια ή νότια τὼν τροπικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ… … Dictionary of Greek
εύσκιος — ο (ΑΜ εὔσκιος, ον) αυτός που σκιάζεται καλά (α. «εύσκιος πλατεία» β. «εὔσκιος Ἀχέροντος ἀκτά», Πίνδ.) νεοελλ. (για δένδρα) αυτός που ρίχνει άφθονη σκιά («εύσκιος πλάτανος») αρχ. σκοτεινός, κεκαλυμμένος, δυσδιάκριτος («εὔσκιος ἐπὶ τὴν κλίνην τῆς… … Dictionary of Greek
θεόσκιος — θεόσκιος, ον (Μ) αυτός που σκιάζεται προστατευτικά από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ σκιος, κατά σκιος] … Dictionary of Greek
κατάσκιος — α ο (AM κατάσκιος, ον) αυτός που καλύπτεται από σκιά, βαθύσκιος αρχ. 1. αυτός που έχει παντού σκιά 2. αστρολ. (για περιοχή) σκιερός 3. αυτός που ρίχνει πολλή σκιά, που επισκιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκιος (< σκιά), πρβλ. εν σκιος, υπό… … Dictionary of Greek
μακρόσκιος — α, ο (AM μακρόσκιος, ον) αυτός που ρίχνει μεγάλη σκιά αρχ. (για λαούς) αυτός που κατοικεί μακριά από τον ισημερινό, δηλαδή σε μεγάλα γεωγραφικά πλάτη και δέχεται τις ακτίνες τού Ηλίου πολύ πλαγίως («οἱ μέν εἰσιν ἄσκιοι, οἱ δὲ βραχύσκιοι, οἱ δὲ… … Dictionary of Greek
μεγαλόσκιος — μεγαλόσκιος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη σκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σκιά (πρβλ. βαθύ σκιος, δολιχό σκιος)] … Dictionary of Greek
ολόσκιος — α, ο (Α ὁλόσκιος, ον) πολύ σκιερός, ολόσκιωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σκιος (< σκιά), πρβλ. μεγαλό σκιος] … Dictionary of Greek
πάνσκιος — ον, Μ αυτός που σκιάζεται από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σκιος (< σκιά), πρβλ. μακρό σκιος] … Dictionary of Greek