Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δασκιον

См. также в других словарях:

  • δάσκιον — δάσκιος thick shaded masc/fem acc sg δάσκιος thick shaded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάσκιος — δάσκιος, ον (Α) 1. με πυκνή σκιά («δάσκιος ὕλη» σκιερό, πυκνό δάσος) 2. δασώδης («δάσκια ὄρη») 3. (για τα γένια) «δάσκιον γενειάδα» τα μακριά, πυκνά του γένια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για σύνθετη λ. με α συνθετικό το επιτατικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»