Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δαφοινή

См. также в других словарях:

  • δαφοινή — δαφοινός tawny fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαφοινός — και δαφοινεός, όν και δαφοινός, δαφοινή και δάφοινος, όν (Α) 1. (για άγρια ζώα) με βαθύ κόκκινο χρώμα («δαφοινὸν δέρμα λέοντος») 2. εχθρικός, καταστρεπτικός («κῆρες... δαφοινοί» μαύρες μοίρες). [ΕΤΥΜΟΛ. < δα* + φοινός* «κόκκινος»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»