Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

επανέρχομαι

  • 1 вернуться

    вернуть||ся
    1. ἐπιστρέφω (άμετ.), γυρίζω πίσω, ἐπανέρχομαι, ἐπανακάμπτω:
    \вернутьсяся домой γυρίζω στό σπίτι· к нему́ верну́-лось сознание συνήλθε, ήρθε στά συγκαλά του·
    2. (к деятельности, привычкам и т. п.) ξαναγυρίζω, ἐπανέρχομαι, ἀναλαμβάνω πάλιν:
    \вернутьсяся к вопросу ἐπανέρχομαι είς τό ζήτημα.

    Русско-новогреческий словарь > вернуться

  • 2 возвратить

    -ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ащённый, βρ: -щен, -щена, -щено, ρ.σ.μ.
    1. επιστρέφω, αποδίνω, επαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    возвратить взятые взаймы деньги επιστρέφω τα δανικά χρήματα, που πήρα•

    возвратить пленных επιστρέφω τους αιχμαλώτους.

    2. (επ)ανακτώ•

    возвратить силы επανακτώ τις δυνάμεις•

    возвратить здоровье επανακτώ την υγεία.

    3. γυρίζω υποχρεώνω να γυρίσει, να επιστρέψει•

    возвратить гонца с дороги γυρίζω τον αγγελιοφόρο από το δρόμο.

    εκφρ.
    возвратить к жизни – επαναφέρω στη ζωή.
    1. επανέρχομαι, επιστρέφω, ξαναγυρίζω, ξανάρχομαι, επανακάμπτω.
    2. (επ)ανακτιέμαι, επανέρχομαι•

    сознание у больного -лось ο άρρωστος επανέκτησε τις αισθήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > возвратить

  • 3 вернуть

    вернуть επιστρέφω, γυρίζω' δίνω πίσω (отдать) \вернуться επιστρέφω, γυρίζω, επανέρχομαι \вернуться домой γυρίζω σπίτι
    * * *
    = вернуться
    επιστρέφω, γυρίζω; δίνω πίσω ( отдать)

    Русско-греческий словарь > вернуть

  • 4 вернуться

    επιστρέφω, γυρίζω, επανέρχομαι

    верну́тьсяся домо́й — γυρίζω σπίτι

    Русско-греческий словарь > вернуться

  • 5 возвратить

    возвратить, возвращать επιστρέφω, γυρίζω' δίνω πίσω (отдать) \возвратиться επιστρέφω, γυρίζω, επανέρχομαι; \возвратиться домой γυρίζω σπίτι
    * * *
    = возвращать
    επιστρέφω, γυρίζω; δίνω πίσω ( отдать)

    Русско-греческий словарь > возвратить

  • 6 возвратиться

    επιστρέφω, γυρίζω, επανέρχομαι

    возврати́тьсяся домо́й — γυρίζω σπίτι

    Русско-греческий словарь > возвратиться

  • 7 возвращаться

    возвращать||ся
    ἐπανέρχομαι, ἐπιστρέφω, γυρίζω πίσω, ἐπανακάμπτω:
    \возвращатьсяся домой ἐπιστρέφω (στό) σπίτι μου.

    Русско-новогреческий словарь > возвращаться

  • 8 очухаться

    очухаться
    сов разг συνέρχομαι, ἐπανέρχομαι στίς αίσθήσεις μου.

    Русско-новогреческий словарь > очухаться

  • 9 разговор

    разговор
    м ἡ συζήτηση [-ις], ἡ «ουνομι-λία, ἡ κουβέντα, ἡ συνδιάλεξη [-ις]:
    дружеский \разговор ἡ φιλική συζήτηση· телефонный \разговор ἡ τηλεφωνική συνδιάλεξη· вести \разговор συνομιλώ· заводить (вступать в) \разговор ἀνοίγω (πιάνω) συζήτηση· переводить \разговор на другое ἀλλάζω κουβέντα· обрывать \разговор διακόπτω τήν συζήτηση· без лишних \разговоров χωρίς περιττές κουβέντες· и \разговора об этом не было δέν ἐγινε κάν λογος γι ' αὐτό· только и \разговору что об этом εἶναι τό μοναδικό θέμα συζήτησης· верну́ться к \разговору о чем-л. ἐπανέρχομαι σέ κάποιο ζήτημα· ◊ быть предметом \разговора εἶμαι τό θέμα τής συζήτησης.

    Русско-новогреческий словарь > разговор

  • 10 вернуть

    -ну, -нешь, ρ.σ.μ.
    1. επιστρέφω, επαναδίδω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    вернуть книгу επιστρέφω το βιβλίο•

    вернуть долг ξεπλερώνω το χρέος.

    2. επαναφέρω, αποδίδω•

    вернуть здоровье αποκατασταίνιο την υγεία•

    прошлого не вернуть το παρελθόν δεν ξαναγυρίζει.

    1. επανέρχομαι, επιστρέφω, γυρίζω πίσω•

    мой, брат -лся из отпуска ο αδερφός μου επέστρεψε από την άδεια•

    солдат -лся домой ο στρατιώτης γύρισε στο σπίτι του.

    || μτφ. συνέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου•

    ему -лось сознание αυτός συνήλθε από τη λιποθυμία.

    || μτφ. ε αναλαβαίνω•

    -к прежнему разговору ξαναγυρίζω στην κουβέντα που πριν είχαμε.

    2. -ну, -нешь, ρ.σ. (απλ.) περιστρέφω• περιστρέφω μια φορά.

    Большой русско-греческий словарь > вернуть

  • 11 воскреснуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. воскрес, -ла, -ло, ρ.σ.
    1. ανασταίνομαι•

    Христос воскрес! Χριστός ανέστη!

    μτφ. γίνομαι καλά, τη γλυτώνω, ξαναζωντανεύω (από βαριά αρρώστια).
    2. αναγεννιέμαι, επανέρχομαι, ξαναεμφανίζομαι•

    -ли в памяти дни молодости επανήρθαν στη μνήμη τα νεανικά χρόνια, οι μέρες της νιότης.

    Большой русско-греческий словарь > воскреснуть

  • 12 восстановить

    -овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восстановленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ, ανορθώνω, επανορθώνω• αναστηλώνω• ανακαινίζω, επαναδημιουργία ζαναφτιάνω•

    восстановить разрушенное войной хозяйство επανορθώνω το καταστραμμένο από τον πόλεμο νοικοκυριό•

    восстановить здоровье αποκατασταίνω την υγεία•

    восстановить прежних отношений αποκατασταίνω τις προηγούμενες σχέσεις.

    2. μτφ. αναπαρασταίνω, επαναφέρω•

    восстановить происшествие в память επαναφέρω στη μνήμη το συμβάν.

    3. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ•

    восстановить в должности, в правах αποκατασταίνω στο αξίωμα, στα δικαιώματα.

    4. (προ)διαθέτω εχθρικά, ξεσηκώνω, στρέφω•

    он -ил против себя всех знакомых ξεσήκωσε έναν τίο του όλους τους γνωστούς (τα χάλασε με όλους).

    1. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι, επανορθώνομαι.
    2. μτφ. αναπαρασταίνομαι, επανέρχομαι, επαναφέρομαι (στη μνήμη, φαντασία).
    3. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι•

    восстановить в правах αποκατασταίνομαι στα δικαιώματα.

    Большой русско-греческий словарь > восстановить

  • 13 вправлять

    ρ.δ.
    βλ. вправить.
    επανέρχομαι, επαναφέρομαι στη θέση (για στραμπούλισμα, σπάσιμο).

    Большой русско-греческий словарь > вправлять

  • 14 копошиться

    -шусь, -шишься
    ρ.δ.
    1. ανακινούμαι, κινούμαι ανάκατα, προς διάφορες κατευθύνσεις• τριγυρίζω, στριφογυρίζω•

    муравьи -лись возле муравейника τα μυρμήγκια τριγύριζαν γύρω από τη μυρμηγκοφωλιά.

    || μτφ. αναδεύω, επανέρχομαι συχνότατα (για σκέψεις, αισθήματα).
    2. καταγίνομαι, ασχολούμαι με ψιλοπράγματα• τραβιέμαι με κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > копошиться

  • 15 ожить

    оживу, ожившь, παρλθ. χρ. ожил
    -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. ξαναζωντανεύω, ανασταίνομαι.
    2. μτφ. αναζωογονούμαι αναστηλώνομαι, ενθαρρύνομαι. || ζωντανεύω, ζωηρεύω.
    3. μτφ. αναγεννιέμαι, ξαναγεννιέμαι• επανεμφανίζομαι, επανέρχομαι (για αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > ожить

  • 16 освежить

    -жу, жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. освеженный, βρ: -жен, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. δροσίζω, δροσολογώ, αναψύχω•

    дождь -ил воздух η βροχή δρόσισε τον αέρα.

    2. ζωογονώ, ζωηρεύω, τονώνω, αναστηλώνω. || ξαλαφρώνω, ανακουφίζω.
    3. φρεσκάρω•

    освежить краски в картине φρεσκάρω τα χρώματα στην εικόνα.

    4. ξαναζωντανεύω, ξαναφέρω, επαναφέρω στη μνήμη αναθυμιέμαι, ξαναθυμιέμαι•
    - воспоминания детства ξαναζωντανεύω τις παιδικές αναμνήσεις.
    1. δροσίζομαι.
    2. επανέρχομαι, επαναφέρομαι στη μνήμη ξαναζωντανεύω•

    воспоминания -лись в моей памяти οι αναμνήσεις ξαναζωντάνεψαν στη μνήμη μου.

    Большой русско-греческий словарь > освежить

  • 17 отжить

    -живу, -жившь, παρλθ. χρ. отжил, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. отживший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отжитый, βρ: -жит, -а, -о; ρ.σ.
    1. ζω πολλά χρόνια, μακροημερεύω. || (μετις λ: своё, свой век, своё время) ζω τη ζωή μου, τον καιρό μου, τα χρόνια μου. || μτφ. σβήνω, χάνομαι, εξασθενίζω.
    2. παλαιώνω, τα τρώγω τα ψωμιά μου.
    3. ζω, περνώ, διάγω (ζωή).
    4. παλ. δοκιμάζω, υποφέρω στη ζωή.
    5. (διαλκ.) συνέρχομαι, επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζωντανεύω.

    Большой русско-греческий словарь > отжить

  • 18 отойти

    отойду, отойдшь, παρλθ. χρ. отошл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. отошедший,
    επιρ. μτχ. отойдя
    ρ.σ.
    1. απομακρύνομαι λίγο, αναμερίζω, παραμερίζω, κάνω λίγο πέρα•

    отойти от двери αναμερίζω από την πόρτα.

    || διανύω απόσταση•

    отойти два километра от города απομακρύνομαι δυό χιλιόμετρα από την πόλη.

    || φεύγω, αποχωρίζομαι (για λίγο).
    2. αναχωρώ, ξεκινώ, εκκινώ•

    поезд -шёл в три часа το τρένο έφυγε στις τρεις η ώρα.

    3. υποχωρώ οπισθοχωρώ•

    батальон -шёл на новые позиции το τάγμα υποχώρησε και κατέλαβε νέες θέσεις.

    4. αλλάζω θέση, κατεύθυνση μετακινούμαι, μετατοπίζομαι. || μτφ. παρεκκλίνω, ξεφεύγω•

    от темы απομακρύνομαι από το θέμα.

    5. εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ αποτραβιέμαι, ξεκόβω•

    отойти от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους•

    отойти от места αφήνω τη θέση.

    || παύω να ασχολούμαι, παρατώ.
    6. αποχωρίζομαι, ξεκολλώ, βγαίνω•

    штукатура -шла ο σοβάς έπεσε•

    обои -шли το τοιχόχαρτο ξεκόλλησε•

    отойти пятно на платье -шло ο λεκές στο φόρεμα βγήκε.

    8. συνέρχομαι, επανέρχομαι στα ίδια, στην προηγούμενη κατάσταση. || συνεφέρω, έρχομαι στα συγκαλά μου, συνέρχομαι. || ξεθυμώνω, ξεχολιάζω, περνά ο θυμός.
    9. περιέρχομαι, μεταπίπτω περνώ•

    дом -шёл к племинни-ку το σπίτι περιήλθε στον ανεψιό.

    || χρησιμοποιούμαι για κάτι.
    10. τελειώνω, πλησιάζω στο τέλος. || περνώ, ανήκω στο παρελθόν•

    мода -шла -η μόδα πέρασε•

    лето -шло το καλοκαίρι πέρασε.

    11. πεθαίνω, αποβιώνω.
    12. φεύγω, εγκαταλείπω, αφήνω•

    я от вас отойду εγώ θα φύγω από σας.

    εκφρ.
    отойти в вечность – α) μεθίσταμαι εις τας αιωνίους μονάς, πηγαίνω στον άλλο κόσμο, β) περνώ, εξαφανίζομαι χωρίς
    αφήσω ίχνη, εκλείπω μια για πάντα•
    отойти от господ (на волю) ή отойти на волюπαλ. απελευθερώνομαι, γίνομαι απελεύθερος•
    сердце отойдт; от сердца отойдт – (για θυμό)• θα του περάσει, θα ξεθυμώσει.

    Большой русско-греческий словарь > отойти

  • 19 повторить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повторенный, βρ: -рен, -а, -о
    κ. повторенный, βρ: -рен, -рена, -рено
    ρ.σ.μ.
    επαναλαβαίνω, επαναλαμβάνω επαναλέγω•

    повторить урок επαναλαβαίνω το μάθημα•

    повторить ощибку κάνω το ίδιο λάθος•

    повторить слово в слово επαναλαβαίνω λέξη προς λέξη•

    повторить вкратце επαναλαβαίνω σύντομα•

    -и эту фразу επανέλαβε αυτή τη φράση.

    || αναπαράγω (ήχο, φωνή, σφύριγμα κ.τ.τ.)• αντηχώ.
    επαναλαβαίνομαι, επαναλαμβάνομαι (ύστερα από διακοπή)• συνεχίζομαι•

    повторить ошибки -лись τα λάθη επαναλήφτηκαν•

    разговор -лся η συνομιλία επαναλήφτηκε.

    || αναπαράγομαι• αναδημιουργούμαι, επαναφέρομαι, επανέρχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > повторить

  • 20 поднять

    -ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял
    -ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•

    поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•

    поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•

    опять поднять ξανασηκώνω.

    2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•

    я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.

    || μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•

    поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.

    3. ανεβάζω•

    поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.

    || υψώνω•

    поднять русу σηκώνω το χέρι•

    поднять голову σηκώνω το κεφάλι.

    || ανυψώνω•

    поднять занавес σηκώνω την αυλαία.

    4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.
    5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•

    народ ξεσηκώνω το λαό.

    || ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.
    (κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•

    собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.

    || κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•

    поднять пыль σηκώνω σκόνη.

    || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).
    6. ξεσηκώνω•

    поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•

    -шум ξεσηκώνω θόρυβο•

    поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•

    поднять крик βγάζω κραυγή•

    поднять хохот ανακαγ-χάζω.

    || ανακινώ•

    поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.

    7. υψώνω, ανεβάζω•

    поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.

    || μτφ. εξυψώνω•

    поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).

    8. (μουσ.) υψώνω•

    поднять голос αναβάζω τη φωνή•

    поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•

    поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.

    9. μεγαλώνω, αυξαίνω•

    поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•

    поднять цены υψώνω τις τιμές.

    || μτφ. ανεβάζω•

    поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.

    10. ανορθώνω καλυτερεύω•

    поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.

    11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.
    12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•

    поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).

    εκφρ.
    поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•
    поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•
    поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•
    поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•
    поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•
    - пары – σηκώνω ατμούς•
    перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•
    поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•
    поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•
    поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•
    поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•

    поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•

    поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•

    флаг -лся η σημαία υψώθηκε•

    рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.

    || αναπλέω.
    2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•

    -лся месяц βγήκε το φεγγάρι.

    3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).
    4. εγείρομαι•

    поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•

    поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.

    || ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•

    народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•

    поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•

    -лся вопрос προέκυψε ζήτημα.

    6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.
    8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    || μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•

    настроение -лось η διάθεση επανήλθε.

    || ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > поднять

См. также в других словарях:

  • επανέρχομαι — επανέρχομαι, επανήλθα βλ. πίν. 214 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐπανέρχομαι — go back pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επανέρχομαι — (AM ἐπανέρχομαι) 1. επιστρέφω, ξαναγυρίζω («μέχρι οὗ ἐπανέλθωσιν», Θουκ.) 2. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) ξανασυζητώ, αναπτύσσω ξανά («θα επανέλθω σε αυτό το σημείο) νεοελλ. αποκαθίσταμαι στην προηγούμενη θέση μου («επανέρχονται όλοι οι… …   Dictionary of Greek

  • επανέρχομαι — επανήρθα 1. έρχομαι πάλι (πίσω) στον τόπο απ όπου αναχώρησα, επιστρέφω, γυρίζω, ξαναγυρίζω: Επανήρθαμε από την εξοχή. 2. έρχομαι πάλι κάπου, ξανάρχομαι: Επανέρχονται οι πόνοι. 3. μτφ., αποκαθίσταμαι στην προηγούμενη κατάσταση ή θέση μου: Θα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπανέλθετε — ἐπανέρχομαι go back aor subj act 2nd pl (epic) ἐπανέρχομαι go back aor imperat act 2nd pl ἐπανέρχομαι go back aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανέλθω — ἐπανέρχομαι go back aor subj act 1st sg ἐπανέρχομαι go back aor subj act 1st sg ἐπανέρχομαι go back aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανέλθῃ — ἐπανέρχομαι go back aor subj mid 2nd sg ἐπανέρχομαι go back aor subj act 3rd sg ἐπανέρχομαι go back aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανέρχεσθε — ἐπανέρχομαι go back pres imperat mp 2nd pl ἐπανέρχομαι go back pres ind mp 2nd pl ἐπανέρχομαι go back imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάνελθε — ἐπανέρχομαι go back aor imperat act 2nd sg ἐπανέρχομαι go back aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐπανέρχομαι go back aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'πανέρχομαι — ἐπανέρχομαι , ἐπανέρχομαι go back pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανελευσόμενον — ἐπανέρχομαι go back fut part mid masc acc sg ἐπανέρχομαι go back fut part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»