Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

γυρίζω

  • 61 кружить

    кружу, кружишь
    ρ.δ.
    1. μ. περιστρέφω, γυρίζω, θέτω σε περιστροφική κίνηση.
    2. αμ. τριγυρίζω, στριφογυρίζω.
    3. περιφέρομαι, περιέρχομαι, περιπλανιέμαι•

    кружить по гброду τριγυρίζω στην πόλη.

    4. στροβιλίζω•

    метель -ит ή χιονοθύελλα στροβιλίζει.

    εκφρ.
    кружить голову – α) ζαλίζω, β) παίρνουν τα μυαλά μου αέρα (χάνω το αίσθημα της πραγματικότητας), γ) ξεμυαλίζω με ερωτοτροπίες.
    περιστρέφομαι, γυρίζω κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    εκφρ.
    голова кружить – α) το κεφάλι μου ζαλίζεται ή ζαλίζομαι, έχω ζαλάδα, αντραλίζομαι, β) τα χάνω, θολώνει το μυαλό μου, τα μπερδεύω.

    Большой русско-греческий словарь > кружить

  • 62 навести

    -веду, -ведёшь, παρλθ. χρ. навёл
    -вела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. наведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наведённый, βρ: -дён, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. наведя ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρω, άγω. || κατευθύνω. || υποδείχνω (για κλοπή).
    2. σπρώχνω, ωθώ παρακινώ, προτρέπω. || γυρίζω, στρέφω, κατευθύνω (για συνομιλία, λόγο κ.τ.τ.).
    3. μτφ. εμπνέω, εμβάλλω προξενώ, προκαλώ (φόβο, θλίψη κ.τ.τ.).
    4. κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω•

    навести телескоп на луну κατευθύνω το τηλεσκόπιο κατά το φεγγάρι.

    || (στρατ.) σκοπεύω.
    5. κατασκευάζω, κάνω, φτιάχνω•

    навести переправу φτιάχνω πορθμείο•

    мост φτιάνω γεφύρι.

    6. περνώ, καλύπτω (με χρώματα, βερνίκι κ.τ.τ.).
    7. προσδίνω•

    красоту προσδίνω ομορφιά•

    навести блеск προσδίνω λάμψη (γυαλάδα).

    || βάζω, επιβάλλω•

    навести порядок βάζω τάξη.

    8. φέρω•

    -вл ко мне много гостей μου έφερε πολλούς μουσαφιρέους.

    9. γεννώ (πολλά).
    εκφρ.
    навести критику – κριτικάρω•
    справку (справки) – πληροφορούμαι, μαθαίνω•
    на ум – φέρω στα μυαλά, λογικεύω, σωφρονίζω, βάζω μυαλό.

    Большой русско-греческий словарь > навести

  • 63 направить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. направленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω προς•

    направить дуло ружья на врага στρέφω την κάννη του όπλου προς τον εχθρό•

    направить судно κατευθύνω το σκάφος•

    направить удары κατευθύνω τα χτυπήματα•

    направить внимание στρέφω την προσοχή•

    направить взоры στρέφω τα βλέμματα•

    направить разговор γυρίζω την κουβέντα.

    || συγκεντρώνω•

    направить все силы на борьбу κατευθύνω όλες τις δυνάμεις στον αγώνα.

    2. στέλλω•

    направить на фронт κατευθύνω στο μέτωπο•

    направить на работу στέλλω στη δουλειά•

    направить к юристу κατευθύνω στο νομικό (για συμβουλή).

    || υποβάλλω προς•

    направить заявление в бюро жалоб υποβάλλω αίτηση στο γραφείο παραπόνων.

    3. μαθαίνω, δείχνω το δρόμο, την ορθή κατεύθυνση.
    4. ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ. || ακονίζω•

    направить бритву ακονίζω το ξυράφι.

    εκφρ.
    направить путь (шаги, стопы) – κατευθύνομαι, πηγαίνω, παίρνω δρόμο για.
    1. κατευθύνομαι. || μτφ. συγκεντρώνομαι.
    2. ρυθμίζομαι, κανονίζομαι, ρεγουλάρομαι• τακτοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > направить

  • 64 обойти

    обойду, обойдёшь, παρλθ. χρ. обошёл, -шла, -шло, προστκ. обойди, μτχ. παρλθ. χρ. обошедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обойдённый, βρ: -дён, -дена, -дено, επιρ. μτχ. обошедши κ. обойдя
    ρ.σ.μ.
    1. γυρίζω, κάνω γύρο, φέρνω γύρω. || (περι)κυκλώνω, πολιορκώ•

    обойти зверя περικυκλώνω το θηρίο.

    || (στρατ.) υπερφαλαγγίζω.
    2. παρακάμπτω, περνώ δίπλα. || μτφ. αποφεύγω, δε θίγω. || μτφ. αφήνω στάσιμο, δεν προβιβάζω.
    3. περιέρχομαι, γυρίζω παντού, τα φέρω όλα γύρω. || περιέρχομαι έναν-έναν, περνώ με τη. σειρά όλους. || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, κυκλοφορώ•

    новость обошла весь город η είδηση διαδόθηκε σ όλη την πόλη.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) ξεπερνώ, προσπερνώ, προηγούμαι•

    он обошл эту трудность αυτός την ξεπέρασε αυτή τη δυσκολία.

    5. (εξ)απατώ•

    его обошли τον αξαπάτησαν.

    1. φέρνομαι, συμπεριφέρνομαι•

    обойти грубо συμπεριφέρνομαι απότομα.

    2. κοστίζω, στοιχίζω•

    обед мне обошлся дорого το γεύμα μου κόστισε ακριβά.

    3. τα βολεύω, τα βγάζω πέρα•

    трудно, но как-нибудь обойдусь είναι δύσκολα, όμως κάπως θα τα βγάλω πέρα.

    || τα καταφέρνω•

    без него обойдёмся χωρίς αυτόν θα τα καταφέρομε.

    || αρκούμαι, περνώ, πορεύω.
    4. (με την πρόθεση «без») δεν περνώ, δεν κάνω, δε γίνομαι•

    без пищи нельзя обойти χωρίς τροφή δεν κάνεις.

    5. περνώ καλά, αίσια, τελειώνω με το καλό•

    всё обошлось благополучно όλα πήγαν καλά.

    6. συνηθίζω, εξο ικειώνομαι.
    7. διαλκ. (για αγελάδες, φοράδες) γκαστρώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обойти

  • 65 оборотить

    -рочу, -ротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обороченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. στρίβω, γυρίζω, στρέφω. || τρέπω, δίνω τροπή, κατεύθυνση.
    2. (για παραμύθια, μαγείες) μεταμορφώνω• μετατρέπω, μεταβάλλω.
    1. γυρίζω, στρίβω.
    2. βλ. обратиться (3 σημ.).
    3. (στα παραμύθια, μάγια κ.τ.τ.) μεταμορφώνο-νομαι, μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι.
    4. κυκλοφορώ, κάνω ένα γύρο.

    Большой русско-греческий словарь > оборотить

  • 66 обходить(ся)

    ρ.δ.
    βλ. обойти(съ).
    -ожу, -одишь ρ.σ.μ.
    γυρίζω, περιέρχομαι•

    обходить(ся) весь город γυρίζω όλη την πόλη.

    Большой русско-греческий словарь > обходить(ся)

  • 67 отворотить

    -рочу, -ротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвороченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, παραμερίζω•

    отворотить камень μετακινώ την πέτρα.

    2. στρέφω, αποστρέφω, γυρίζω•

    отворотить лицо αποστρέφω το πρόσωπο.

    || αποτρέπω, προλαβαίνω, αποσοβώ.
    (απλ.) αναστρέφω, γυρίζω ανάποδα, αντιστρέφω. || ξεσφίγγω ανοίγω
    βλ. отвернуться.

    Большой русско-греческий словарь > отворотить

  • 68 отдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал
    -ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    отдать долг δίνω το χρέος.

    2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•

    отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.

    || θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•

    отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.

    || όίνω, παραδίνω•

    отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•

    отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.

    || βάζω, στέλλω, παραδίνω•

    отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•

    сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.

    || παντρεύω•

    в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.

    || παραπέμπω•

    отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.

    3. πουλώ•

    я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.

    || πληρώνω•

    за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.

    4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•

    отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•

    отдать внам ενοικιάζω•

    отдать визит επισκέπτομαι•

    отдать якорь αγκυροβολώ•

    отдать поклон υποκλίνομαι.

    5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•

    ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.

    || προκαλώ πόνο•

    -ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.

    6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•

    отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).

    || στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).
    7. αμ. αναμερίζω, κάνω•

    -ай назад κάνε πίσω.

    εκφρ.
    отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).
    1. παραδίδομαι•

    он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•

    неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.

    2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.
    3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•

    она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.

    4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > отдать

  • 69 отогнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отогнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ισιώνω, ισιάζω, ευθύνω, ευθυάζω (κεκαμμένο, καμπύλο αντικείμενο)• ξεδιπλώνω•

    отогнуть угол страницы ισιάζω τη γωνία της σελίδας.

    2. ανασηκώνω, γυρίζω, μαζεύω•

    отогнуть рукава μαζεύω τα μανίκια•

    отогнуть поля шляпы λυγίζω, κάμπτω το γύρο της ρεπούμπλικας.

    γίνομαι ίσιος, ευθύς, ισιάζω, ισιώνω•

    гвоздь -лся το καρφί ίσιωσε.

    || ανασηκώνομαι, γυρίζω, λυγίζω, κάμπτομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отогнуть

  • 70 перевалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. μ. μετατοπίζω, μεταθέτω, μετακινώ με-ταρρίπτω μεταφορτώνω• ρίχνω, σωριάζω.
    2. μ. περνώ, διαβαίνω, διασκελίζω (βουνό, κορυφογραμμή). || διαπορεύομαι, διατρέχω, διασχίζω, διελαύνω.
    3. (ξε)περνώ•

    сумма в текущем году -ла за 8000 рублей το ποσό στο τρέχον έτος ξεπέρασε τις 8000 ρούβλια•

    - ло за полночь (απρόσ.) πέρασαν τα μεσάνυχτα•

    ему -ло за пятьдесять (απρόσ.) αυτός πέρασε τα πενήντα (χρόνια).

    1. μετατοπίζομαι, μετακινούμαι περνώ. || γυρίζω, στρέφω•

    перевалить на другой бок γυρίζω στο άλλο το πλευρό.

    || κάμπτομαι, λυγίζω.
    2. (ξε)περνώ, υπερτερώ.

    Большой русско-греческий словарь > перевалить

  • 71 переворошить

    -шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переворошенный, βρ: -шен, члена., -шено; ρ.σ.μ.
    1. γυρίζω, αναστρέφω, μεταστρέφω όλα ή πολύ•

    переворошить сено γυρίζω το χορτάρι.

    || τακτοποιώ, διευθετώ, βάζω με τη σειρά. || επαναφέρω στη μνήμη, στο νου, ξαναθυμούμαι.
    2. αλλάζω, μεταβάλλω απότομα το παν ή μέρος.

    Большой русско-греческий словарь > переворошить

  • 72 переключить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переключённый, βρ: -чен, -чена, -чено. ρ.σ.μ.
    1. μεταλλάσσω, μεταβάλλω, μεταστρέφω.
    2. μεταφέρω, αλλάζω, μετατρέπω, μεταμορφώνω. || μτφ. στρέφω, γυρίζω αλλού•

    переключить разговор γυρίζω αλλού την κουβέντα.

    1. μεταφέρομαι, αλλάζω, περνώ μετατρέπομαι.
    2. μτφ. κατευθύνομαι, στρέφομαι αλλού•

    разговор -лся на другую тему η συνομιλία στράφηκε σε άλλο θέμα.

    Большой русско-греческий словарь > переключить

  • 73 перелечь

    -лягу, -ляжешь, -лягут, παρλθ. χρ. перелг, -легла, -ло, προστκ. переляг, μτχ. παρλθ. χρ. перелгший
    ρ.σ. ξαπλώνω από το ένα μέρος στο άλλο ξαπλώνω, γυρίζω αλλιώς•

    перелечь на другую сторону γυρίζω στο άλλο το πλευρό.

    Большой русско-греческий словарь > перелечь

  • 74 перелицевать

    -цую, -цуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перелицованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    γυρίζω, αναστρέφω•

    перелицевать костюм γυρίζω το κοστούμι (το μέσα-έξω).

    || μτφ. τροποποιώ, αλλάζω.

    Большой русско-греческий словарь > перелицевать

  • 75 подвернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подврнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αναδιπλώνω, αναστρέφω, αναγυρίζω. || τυλίγω, καλύπτω, σκεπάζω. || περιστρέφω, περιτυλίγω, περιβάλλω, ντύνω, φορώ.
    2. λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω. || εξαρθρώνω, διαστρέφω, στραμπουλίζω.
    3. βιδώνω, κοχλιώνω, στρίβω λίγο. || ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω χαμηλώνω (για λάμπα, φανάρι, φως κλπ.).,
    4. δίνω, βάζω, χώνω, πασσάρω.
    5. (απλ.) στρίβω, γυρίζω, στρέφω•

    -ни к нему γύρνα προς αυτόν.

    1. αναδιπλώνομαι, αναστρέφομαι.
    2. στρέφομαι, στρίβομαι, γυρίζω. || εξαρθρώνομαι. στραμπουλίζομαι.
    3. βιδώνομαι, κοχλιώνομαι λίγο.
    4. μου λαχαίνει, μου τυχαίνει, βλέπω τυχαία. || υποπίπτω, βρίσκομαι τυχαία κάτω απο.
    5. πλησιάζω (με ιδιοτελείς σκοπούς).

    Большой русско-греческий словарь > подвернуть

  • 76 привернуть

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. завернуть (5 σημ.).
    2. στερεώνω στρίβοντας.
    3. μειώνω, ελαττώνω, χαμηλώνω, λιγοστεύω στρίβοντας.
    4. παίρνω την καμπή, τη στροφή, στρέφω, γυρίζω. || περνώ, μπαίνω διερχόμενος.
    1. στρίβω, γυρίζω σφίγγω•

    гайка легко -лась το παξιμάδι εύκολα βίδωσε.

    2. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω, χαμηλώνω.

    Большой русско-греческий словарь > привернуть

  • 77 свернуть

    -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. περιτυλίγω•

    свернуть ковр περιτυλίγω το χαλί, συστέλλω, μαζεύω.

    2. στρίβω, συστρέφω•

    свернуть папиросу στρίβω τσιγάρο.

    3. συμπτύσσω, περιστέλλω, συμμαζεύω• μειώνω, ελαττώνω την έκταση ή το μέγεθος•

    свернуть фронт συμπτύσσω την έκταση του μετώπου.

    || καταργώ προσωρινά.
    4. (στρατ.) κλιμακώνω κατά βάθος.
    5. στρίβω, στρέφω, κόβω•

    свернуть налево κόβω αριστερά.

    6. μτφ. αλλάζω•

    свернуть разговор γυρίζω αλλού την κουβέντα.

    7. στρέφω•

    свернуть голову направо στρέφω το κεφάλι δεξιά.

    || εξαρθρώνω, διαστρέφω, στραμπουλίζω•

    свернуть ногу στραμπουλίζω το πόδι.

    8. μετακινώ, σπρώχνω χτυπώντας. || στραβώνω χτυπώντας•

    свернуть ему -ли челюсть в драке του στράβωσαν το σιαγόνι στον καυγά.

    9. (απλ.) με πιάνει καλλάζουσα ασθένεια. || ξεστρίβω, βγάζω. || χαλνώ, φθείρω, καταστρέφω•

    свернуть резьбу гайки χαλνώ την ελικοειδή εγκοπή του περικοχλίου•

    свернуть ключ χαλνώ το κλειδί από το συχνό στρίψιμο.

    εκφρ.
    свернуть голову ή шею – (για πτηνά, ζώα)• θανατώνω με στρίψιμο του κεφαλιού ή του λαιμού.
    1. περιτυλίγομαι. || κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι•

    собака -лась калачиком το σκυλί κουλουριάστηκε.

    2. συμπυκνώνομαι, πήζω• κόβω•

    кровь -лась το αίμα έπηξε•

    молоко -лось το γάλα έκοψε.

    3. μτφ. συμπτύσσομαι, συμμαζεύομαι• σμικρύνομαι.
    4. (στρατ.) κλιμακώνομαι κατά βάθος.
    5. καταργούμαι προσωρινά.
    6. περιστρέφομαι, γυρίζω-αλλάζω (για ομιλία κ.τ.τ.).
    7. στραβώνω από το χτύπημα.
    8. (απλ.) πέφτω χάμω, σωριάζομαι•

    пьяный -лся ο μεθυσμένος σωριάστηκε καταγής.

    9. πεθαίνω (από αρρώστεια).
    10. φθείρομαι (από το συχνό στρίψιμο και ξεστρίψιμο).

    Большой русско-греческий словарь > свернуть

  • 78 уставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. τοποθετώ, τακτοποιώ• βάζω•

    уставить мебель в квартире τοποθετώ τα έπιπλα στο διαμέρισμα.

    || επιθέτω.
    2. κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω προς•

    уставить глаза к ним στρέφω το βλέμμα προς αυτούς.

    3. βλ. установить (2 σημ.).
    4. πληρώ, γεμίζω, καλύπτω τοποθετώντας.
    1. τοποθετούμαι, τακτοποιούμαι• χωρώ, μπαίνω.
    2. κατευθύνομαι, στρέφομαι, γυρίζω• καρφώνομαι, προσηλώνομαι.
    3. (παλ. κ. απλ.) καθιερώνομαι, θεσπίζομαι.
    4. είμαι γεμάτος (από τοποθετημένα πράγματα).

    Большой русско-греческий словарь > уставить

  • 79 щит

    α.
    1. ασπίδα•

    щит ахилла ή ахилса η ασπίδα του Αχιλλέα.

    || μτφ. προπύργιο, προμαχώνας.
    2. φράγμα• φράχτης. || προκατασκευασμένα μεσοχωρίσματα σπιτιών σαν δώματα.
    3. προστατευτικό έρεισμα σήραγγας.
    4. όστρακο (χελώνας, κοχλία κλπ.)• φολίδα. || πίνακας, ταμπλό.
    5. ηλεκτρικός πίνακας•

    электрораспределительный щит ηλεκτρικός πίνακας διανομής ρεύματος.

    || μεγάλος στόχος βολής στη θάλασσα.
    6. το σανιδωμα του τέρματος του μπάσκετ-μπόλ.
    εκφρ.
    поднять на щит – επαινώ, εγκωμιάζω, εκθειάζω, εξυψώνω•
    на -е вернуться – γυρίζω νικημένος•
    со -ом вернуться – γυρίζω νικητής.

    Большой русско-греческий словарь > щит

  • 80 крутить

    συστρέφω, στρίβω, γυρίζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крутить

См. также в других словарях:

  • γυρίζω — γυρίζω, γύρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γυρίζω — (Μ γυρίζω) 1. [γύρος] 1. περιέρχομαι, περιοδεύω 2. στρέφω κάποιον ή κάτι 3. μεταβάλλω κάποιον ή κάτι 4. κάνω κάποιον να επιστρέψει 5. αλλάζω κατεύθυνση 6. αλλάζω διαθέσεις 7. επιστρέφω, επανέρχομαι νεοελλ. 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. εκτρέπω,… …   Dictionary of Greek

  • γυρίζω — γύρισα, γυρίστηκα, γυρισμένος 1. μτβ., περιστρέφω: Γύρισα το διακόπτη της ηλεκτρικής κουζίνας. 2. αλλάζω κατεύθυνση: Μου γύρισε το πρόσωπό της. 3. μτφ., μεταπείθω κάποιον: Ποιος σου γύρισε τα μυαλά; 4. κινηματογραφώ: Αυτός ο σκηνοθέτης γυρίζει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιγυρίζω — γυρίζω κάτι πίσω, επιστρέφω …   Dictionary of Greek

  • αντιπρωρίζω — γυρίζω την πλώρη προς τον αγέρα ή προς άλλο πλεούμενο, πλησιάζω κατά μέτωπο άλλο σκάφος …   Dictionary of Greek

  • μεταστρέφω — (ΑΜ μεταστρέφω, Μ και ματαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς άλλη διεύθυνση ή δίδω σε κάτι άλλη κατεύθυνση («τῷ κε Ποσειδάων... αἷψα μεταστρέψειε νόον», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) αλλάζω, τροποποιώ, μεταβάλλω («τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι», Αριστοτ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • επιστρέφω — (AM ἐπιστρέφω) [στρέφω] επανέρχομαι, γυρίζω πίσω («θα επιστρέψω σε μία ώρα») μσν. νεοελλ. στέλνω κάτι πίσω («επέστρεψα τα βιβλία») μσν. 1. ανταποδίδω 2. απομακρύνω, αποτρέπω από κάτι κακό 3. μεταβάλλω 4. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη 5. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • ξεγυρίζω — (Μ ξεγυριζω) νεοελλ. 1. γυρίζω πίσω, ξανάρχομαι 2. γυρίζω κάτι από την ανάποδη, στρέφω από το άλλο μέρος 3. (για ασθενή) παρουσιάζω όψη υγιούς ατόμου, αναρρώνω 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) ξεγυρισμένος, η, ο γερός μσν. κατορθώνω να… …   Dictionary of Greek

  • περιστρέφω — ΝΜΑ 1. στρέφω κάτι κυκλικά γύρω από έναν άξονα, στρέφω ολόγυρα, στριφογυρίζω 2. μέσ. περιστρέφομαι στρέφομαι γύρω από κάτι («η γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της») νεοελλ. μτφ. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) αναφέρομαι γύρω από ένα θέμα μσν.… …   Dictionary of Greek

  • επιστρέφω — επίστρεψα και επέστρεψα, επιστράφηκα 1. μτβ., στρέφω κάτι πίσω, το δίνω πίσω, το γυρίζω πίσω: Επιστρέφω τα δώρα. 2. αμτβ., γυρίζω στο μέρος από όπου αναχώρησα, γυρίζω πίσω: Θα επιστρέψω σε μισή ώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνειμι — ἄνειμι (Α) [είμι] 1. τραβώ προς τα επάνω, ανεβαίνω 2. (για τον ήλιο) ανατέλλω 3. (για νερό) βγαίνω στην επιφάνεια, αναβλύζω 4. αναπλέω, βγαίνω στα ανοιχτά 5. πηγαίνω σε κάποιον για να ζητήσω βοήθεια, καταφεύγω ως ικέτης 6. επανέρχομαι, γυρίζω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»