-
1 γραπτος
31) нарисованный, изображенный(τύπος Eur., Anth.; εἰκών Plut.)
2) расписной, узорчатый(ὑάκινθος Theocr.)
3) (за)писанный(ἐν ταῖς καρδίαις NT.)
-
2 Γραπτός
Γραπτόςpainted: masc nom sg -
3 γραπτός
γραπτόςpainted: masc nom sg -
4 γραπτός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γραπτός
-
5 γραπτός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γραπτός
-
6 γραπτός
η, ό[ν] 1.1) написанный, изложенный в письменной форме; письменный; 2) покрытый письменами; 3) расписной (о стенах, потолке и т. п.); 2. (τό) лист бумаги (для письменных экзаменов) -
7 γραπτός
написанный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γραπτός
-
8 γραπτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραπτός
-
9 παρά-γραπτος
παρά-γραπτος, daneben oder dabei geschrieben, Sp.
-
10 παρ-έγ-γραπτος
παρ-έγ-γραπτος, = Folgdm, VLL. erkl. νόϑος, vgl. Aesch. 2, 177, ἄνϑρωποι παρέγγραπτοι γεγενημένοι πολῖται. – Uebtr. vrbdt Plut. de educ. lib. 5 τὴν εὔνοιαν ὑποβολιμαίαν καὶ παρέγγραπτον ἔχουσιν.
-
11 περι-γραπτός
περι-γραπτός, umschrieben, begränzt; οὐκ ἐκ βραχέος καὶ περιγραπτοῦ ὁρμώμενοι Thuc. 7, 49; Sp.
-
12 σκολιό-γραπτος
σκολιό-γραπτος, krumm geschrieben, mit krummen Linien gezeichnet, Arist. bei Ath. VII, 286 f.
-
13 νωτό-γραπτος
νωτό-γραπτος, mit bemahltem, buntem Rücken, Arist. bei Ath. VII, 286 f.
-
14 κρεά-γραπτος
κρεά-γραπτος, das Fleisch, die Haut ritzend, Conj. für κρεάγρευτος.
-
15 κατά-γραπτος
κατά-γραπτος, bemalt, bunt, Sp.; VLL. erkl. ποικίλος.
-
16 εὐ-περί-γραπτος
εὐ-περί-γραπτος, = Folgdm, Luc. Iup. Trag. 33 u. a. Sp.
-
17 νεό-γραπτος
νεό-γραπτος, = Folgdm, Theocr. 18, 3.
-
18 διά-γραπτος
διά-γραπτος, durchstrichen, δίκη, ein aufgehobener Proceß, Hesych.
-
19 θεό-γραπτος
θεό-γραπτος, = ϑεό-γραφος, von Gott geschrieben, Κ. S.
-
20 ἀ-περί-γραπτος
ἀ-περί-γραπτος, nicht umschrieben, unumgrenzt, B. A. p. 421 ἀπεριόριστον; unbestimmt, immerwährend, Sp., B. A. p. 422 ἀπερίσκοπος.
См. также в других словарях:
Γραπτός — painted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραπτός — painted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραπτός — και γραφτός, ή, ό (AM γραπτός, ή, όν) γραμμένος νεοελλ. Ι. το ουδ. ως ουσ. 1. το γραφτό ό,τι έχει γράψει ή ορίσει η μοίρα, το ριζικό, το πεπρωμένο 2. το γραπτό η κόλλα, το δοκίμιο τών γραπτών εξετάσεων II. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γραπτά 1. τα… … Dictionary of Greek
γραπτός — ή, ό 1. ο γραμμένος: Γραπτά μνημεία. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., γραπτά οι γραπτές εξετάσεις: Ο καθηγητής είχε πολλά γραπτά να διορθώσει. 3. ζωγραφισμένος, σκαλιστός: Στην ανασκαφή βρέθηκε μια γραπτή στήλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραπτά — γραπτός painted neut nom/voc/acc pl γραπτά̱ , γραπτός painted fem nom/voc/acc dual γραπτά̱ , γραπτός painted fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραπτόν — γραπτός painted masc acc sg γραπτός painted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Феодор Грапт — (Γραπτός) святой, исповедник и защитник иконопочитания. Родился в Иерусалиме. Получив хорошее богословское образование, Ф. постригся в монахи и отправился в Константинополь для защиты иконопочитания перед византийским императором Львом V… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
γραπταῖς — γραπτός painted fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραπταί — γραπτός painted fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γραπτοῖο — Γραπτός painted masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραπτοῖο — γραπτός painted masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)