-
1 Γραπτός
Γραπτόςpainted: masc nom sg -
2 γραπτός
γραπτόςpainted: masc nom sg -
3 γραπτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραπτός
-
4 γραπτά
γραπτόςpainted: neut nom /voc /acc plγραπτά̱, γραπτόςpainted: fem nom /voc /acc dualγραπτά̱, γραπτόςpainted: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 γραπτόν
γραπτόςpainted: masc acc sgγραπτόςpainted: neut nom /voc /acc sg -
6 Γραπτοί
Γραπτόςpainted: masc nom /voc pl -
7 Γραπτούς
Γραπτόςpainted: masc acc pl -
8 Γραπτόν
Γραπτόςpainted: masc acc sg -
9 γραπταί
γραπτόςpainted: fem nom /voc pl -
10 γραπτοί
γραπτόςpainted: masc nom /voc pl -
11 γραπτούς
γραπτόςpainted: masc acc pl -
12 γραπτή
γραπτόςpainted: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
13 γραπτήν
γραπτόςpainted: fem acc sg (attic epic ionic) -
14 γραπτών
γράπτηςwrinkled: masc gen plγραπτόςpainted: fem gen plγραπτόςpainted: masc /neut gen pl -
15 γραπτῶν
γράπτηςwrinkled: masc gen plγραπτόςpainted: fem gen plγραπτόςpainted: masc /neut gen pl -
16 Γραπτοίο
-
17 Γραπτοῖο
-
18 Γραπτοίς
-
19 Γραπτοῖς
-
20 Γραπτοίσι
См. также в других словарях:
Γραπτός — painted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραπτός — painted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραπτός — και γραφτός, ή, ό (AM γραπτός, ή, όν) γραμμένος νεοελλ. Ι. το ουδ. ως ουσ. 1. το γραφτό ό,τι έχει γράψει ή ορίσει η μοίρα, το ριζικό, το πεπρωμένο 2. το γραπτό η κόλλα, το δοκίμιο τών γραπτών εξετάσεων II. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γραπτά 1. τα… … Dictionary of Greek
γραπτός — ή, ό 1. ο γραμμένος: Γραπτά μνημεία. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., γραπτά οι γραπτές εξετάσεις: Ο καθηγητής είχε πολλά γραπτά να διορθώσει. 3. ζωγραφισμένος, σκαλιστός: Στην ανασκαφή βρέθηκε μια γραπτή στήλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραπτά — γραπτός painted neut nom/voc/acc pl γραπτά̱ , γραπτός painted fem nom/voc/acc dual γραπτά̱ , γραπτός painted fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραπτόν — γραπτός painted masc acc sg γραπτός painted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Феодор Грапт — (Γραπτός) святой, исповедник и защитник иконопочитания. Родился в Иерусалиме. Получив хорошее богословское образование, Ф. постригся в монахи и отправился в Константинополь для защиты иконопочитания перед византийским императором Львом V… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
γραπταῖς — γραπτός painted fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραπταί — γραπτός painted fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γραπτοῖο — Γραπτός painted masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραπτοῖο — γραπτός painted masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)