-
1 γράμμ'
γράμμα, γράμμαthat which is drawn: neut nom /voc /acc sg -
2 γραμμ-ώδης
γραμμ-ώδης, ες, = γραμμοειδής, Theophr.
-
3 додать
(γραμμ. στοιχεία βλ. στο ρ. дать)• ρ. σ.μ. δίνω το υπόλοιπο•получите пока половину, остальное додам завтра πάρτε τώρα το μισό, αύριο θα σας δώσω το υπόλοιπο.
-
4 доесть
(γραμμ. στοιχεία βλ. ρ. есть1) ρ.σ.μ. αποτρώγω, τελειώνω το φαγητό μου•доем и пойду θ' αποφάγω και θα πάω.
|| τρώγω ως το τέλος•он доел булку хлеба αυτός έφαγε όλο το φραντζολάκι.
-
5 ниспослать
(γραμμ. στοιχεία βλ. послать)παλ. στέλλω, χαρίζω (συνήθως για το Θεό)•да -т вам Господь долгие дни ας σας χαρίζει ο Κύριος μακροημέρευση (μακροβιότητα).
-
6 γραμμιαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμμιαῖος
-
7 γραμμίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμμίζω
-
8 γραμμικός
A linear, geometrical,θεωρία Gal.UP10.12
;ἀπόδειξις Plu.Marc.14
, Theol.Ar.26;ἀνάγκαι Olymp.in Grg.p.260
J. Adv. - κῶς by means of lines, geometrically,ἀποδείκνυσθαι S.E.M.3.92
, cf. Ptol.Alm.2.12, Procl.in R.2.27 K.2 γ. ἀριθμός linear number, Nicom.Ar.2.7, cf. Speus. ap.Theol.Ar.61.II = γραμματικός, Plu.2.606c (s.v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμμικός
-
9 γραμμιστήρ
A a surgical instrument, Hermes38.281.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμμιστήρ
-
10 γραμμιστός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμμιστός
-
11 γραμμή
η 1.1) прям., перен. линия;ευθεία (καμπύλη) γραμμή — прямая (кривая) линия;
οροθετική γραμμή — демаркационная линия, граница;
γραμμή του ορίζοντος — линия горизонта;
αμυντική (σκοπευτική) γραμμή — линия обороны (прицела);
γραμμή του πυρός — линия огня;
λευκή γραμμή анат. — белая линия;
χαράσσω γραμμές — линовать;
2) черта, штрих;πλ. контур, очертание;τραβώ μιά γραμμή — провести черту;
3) строка;4) ряд, строй, шеренга;βάζω στη γραμμή — выстраивать в одну линию, ставить в ряд;
μπαίνω στη γραμμή — вставить в строй, строиться;
πυκνώνω τίς γραμμές — воен, а) сомкнуть ряды; — б) вступать в ряды;
5) линия, путь;γραμμή σιδηροδρομική (τροχιοδρομική) — железнодорожная (трамвайная) линия;
ατμοπλοϊκή — пароходное сообщение;αεροπορική γραμμή — авиалиния;
γραμμή διανομής ηλεκτρ;
κου ρεύματος линия электропередачи;εγκαθιστώ τηλεγραφική γραμμή — проводить телеграфную линию;
δεν μού έδωσαν γραμμή στο τηλέφωνο — меня не соединили по телефону;
6) перен. линия, направление; курс;γενική γραμμή τού κόμματος — генерёльная линия партии;
7) качество, достоинство, ценность;κρασί πρώτης γραμμης — вино высшего качества;
§ πλοία της γραμμής — с) линейные корабли; — б) рейсовые суда;
σώμα με ωραίες γραμμές — стройная фигура;
σε γενικές γραμμές — или εν γενικαίς γραμμαίς — сжато, в общих чертах;
αναγινώσκω μεταξύ των γραμμών — или διαβάζω ανάμεσα στίς γραμμές — читать между строк;
συσφίγγω ( — или συσπειρώνω) τίς γραμμές — сплачивать ряды;
2. επίρρ.1) прямо;πάω ( — или τραβάω) γραμμή στο σπίτι — идти прямо домой;
2) подряд; по порядку;τα παίρνω όλα ( — или τούς παίρνω όλους) γραμμ — брать всё подряд, без раэбора
-
12 косвенный
επ.1. παλ. λοξός•косвенный взгляд η λοξή ματιά.
2. έμμεσος, πλάγιος•косвенный намёк υπαινιγμός•
косвенный налог έμμεσος φόρος•
косвенный вопрос πλάγια ερώτηση•
-ым путём έμμεσα, πλάγια.
|| εξώδικος•-ые улики εξώδικες μαρτυρίες.
εκφρ.- ое дополнение – (γραμμ.) έμμεσο αντικείμενο•косвенный падеж – (γραμμ.) πλάγια πτώση•- ая речь – πλάγιος λόγος•- ые средства – κρυφοί (άδηλοι) πόροι•- ые пути – πλάγιοι τρόποι. -
13 относительный
επ., βρ: -лен, -льна, -о;1. (με δοτ.) παλ. σχετικός προς.2. σχετικός•, относительный вес σχετικό βάρος•понятие о благе -о η έννοια του αγαθού είναι σχετική•
- ое местоимение (γραμμ.) αναφορική αντωνυμία•
- ое предложение (γραμμ.) αναφορική πρόταση.
-
14 перетопить
ρ.σ.μ.(γραμμ. στοιχεία βλ. топить 1).1. ανάβω, ανάπτω•перетопить все пчи ανάβω όλες τις θερμάστρες ή τους φούρνους.
2. ανάβω ξανά.3. καίω, καταναλώνω•перетопить все дрова καίω ολα τα καυσόξυλα.
ρ.σ.μ.(γραμμ. στοιχεία βλ. топить 2).1. λιώνω, τήκω;•перетопить воск λιώνω το κηρί•
перетопить сало λιώνω το λίπος.
2. λιώνω (όλο, όλα, πολύ, πολλά).τήκομαι, λιώνω.-топлю, -топишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетопленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.πνίγω (για όλους, πολλούς).πνίγομαι • βουλιάζω. -
15 присоединительный
επ.1. συνδετικός, ενωτικός.2. (γραμμ.) συμπληρωματικός•-ые слова συμπληρωματικές λέξεις.
(γραμμ.) συμπλεκτικός•присоединительный союз συμπλεκτικός σύνδεσμος.
-
16 причастный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. (γραμμ.) μετοχικός, της μετοχής•-ая форма μετοχικός τύπος.
2. (γραμμ.) εμπεριέχων μετοχή•причастный оборот έκφραση με μετοχή.
-
17 прямой
επ., βρ: прям, пряма, прямо.1. ευθύς, ίσιος•-ая линия ευθεία γραμμή•
-ая дорога ίσιος δρόμος•
прямой нос ίσια μύτη•
-ые волосы ίσια μαλλιά.
2. άμεσος•говорить по -мому проводу μιλώ απ ευθείας με το τηλέφωνο•
-ые выборы άμεσες εκλογές•
прямой налог άμεσος φόρος.
3. ειλικρινής, ακραιφνής, φιλαλήθης.4. φανερός, ολοφάνερος, κατάφωρος•прямой вызов φανερή πρόκληση•
прямой обман ολοφάνερη απάτη.
|| πραγματικός, γνήσιος, αληθινός. || καθαρός•-ая польза καθαρό όφελος•
-ая выгода καθαρό κέρδος•
прямой убыток καθαρή ζημιά (έλλειμμα).
5. ουσ. -ая θ. (μαθ.) η ευθεία (γραμμή).εκφρ.- ая пропорциональность – (μαθ.) ευθεία αναλογία•прямой ворот – ίσιος (ορθός) γιακάς•прямой выстрел – ευθυτενής βολή•- ое дополнение – (γραμμ.) άμεσο αντικείμενο•-ая дорога- путь – σύντομος δρόμος (επιτυχίας, σκοπού κ.τ.τ.)• -ая кишка το απευθυσμένο ή ορθό έντερο•- ая линия родства – οι κατιόντες συγγενείς•- ое попадание – ευθυβολία, ευστοχία•- ая речь – (γραμμ.) ο ευθύς λόγος•угол – ορθή γωνία•в -ом смысле слова – στην κυριολεξία. -
18 склонять
ρ.δ.μ., παθ. μτχ. ενστ. склоняемый, βρ: -яем, -а, -о.1. βλ. склонить.2. (γραμμ.) κλίνω (κατά πτώσεις)•склонять существительные κλίνω ουσιαστικά.
3. επαναλαβαίνω συχνά μια λέξη ή μιλώ πολύ για κάτι.εκφρ.склонять во всех падежах ή на все лады – βλ. 3 σημ.1. βλ. склониться.2. (γραμμ.) κλίνομαι. -
19 существительный
επ. (γραμμ.) ουσιαστικός•имя -ое όνομα ουσιαστικό.
|| ουσ. ουδ. -ое (γραμμ.) το ουσιαστικό. -
20 топить
топить 1топлю, топишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. топленный, βρ: -лен, -а, -оρ.δ.μ.1. ανάβω• καίω•топить печку ανάβω τη θερμάστρα.
|| θερμαίνω, ζεσταίνω•топить комнату ζεσταίνω το δωμάτιο.
1. καίω•печь -ится η θερμάστρα καίει.
2. θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι.топить 2ρ.δ. μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. топить 1).1. λιώνω, τήκω•топить масло λιώνω το βούτυρο•
топить воск λιώνω το κηρί•
топить олово λιώνω τον κασσίτερο.
2. σιγοβράζω, βράζω με λίγη φωτιά•топить молоко σιγοβράζω το γάλα.
1. λιώνω, τήκομαι.2. σιγοβράζω.топить 3ρ.δ. μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. топить 1).1. βυθίζω, ποντίζω• βουλιάζω. || πνίγω στο νερό.2. μτφ. καταστρέφω, αφανίζω.3. καταβρέχω, κατακλύζω, πλημμυρίζω.4. μτφ. (για αισθήματα, σκέψεις) καταστέλλω, πνίγω.1. βυθίζομαι, ποντίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. πνίγομαι•он с горя побежал топить αυτός από τη στενοχώρια έτρεξε να πνιγεί.
См. также в других словарях:
γράμμ' — γράμμα , γράμμα that which is drawn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράση — (Γραμμ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής γραμματικής, που δηλώνει τη συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή δίφθογγο της επόμενης σε ένα μακρό φωνήεν ή σε δίφθογγο (παραδείγματος χάριν, τα άλλα > τλλα, το… … Dictionary of Greek
αναδιπλασιασμός — (Γραμμ.).Η επανάληψη στην αρχή των ονοματικών και κυρίως των ρηματικών θεμάτων ενός ή περισσότερων φθόγγων ή ακόμη και ολόκληρης συλλαβής για να τονιστεί η έννοια της λέξης ή για να φανεί η διάρκεια και το τετελεσμένο της πράξης που σημαίνεται με … Dictionary of Greek
αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… … Dictionary of Greek
υποτακτικός — ή, ό / ὑποτακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και υποταχτικός, ή, ό, Ν [ὑποτάσσω] το θηλ. ως ουσ. η υποτακτική γραμμ. η έγκλιση τού ρήματος που παρουσιάζει το περιεχόμενό του ως προσδοκώμενο, που δηλώνει κυρίως επιθυμία και προσδοκία νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ … Dictionary of Greek
πρόταση — η / πρότασις, άσεως, Ν ΜΑ, και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προτείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προτείνω, το να τείνει κανείς κάτι προς τα εμπρός, προβολή, προέκταση 2. διατύπωση ή υποβολή γνώμης, ευχής, επιθυμίας, αίτησης (α. «πρόταση γάμου» β … Dictionary of Greek
φθόγγος — ο, ΝΜΑ 1. η ανθρώπινη, κυρίως, φωνή, η οποία παράγεται από τα φωνητικά όργανα 2. το σχετικό γραφικό σύμβολο, γράμμα (α. «ο φθόγγος α» β. «ὦ παιδίον ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῡ πρὸς τὸ σίγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῑν ὦ παιδίος ἀντὶ… … Dictionary of Greek
στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… … Dictionary of Greek
οριστικός — ή, ό (ΑΜ ὁριστικός, ή, όν) [οριστός] το θηλ. ως ουσ. η οριστική γραμμ. η πρώτη ρηματική έγκλιση η οποία δηλώνει κάτι το οποίο είναι ή θεωρείται αληθινό, πραγματικό νεοελλ. 1. σαφώς καθορισμένος, τελειωτικός («η απόφαση που πήρα είναι οριστική») 2 … Dictionary of Greek
φωνήεν — εντος, το / φωνῆεν, ΝΜΑ 1. γραμμ. φθόγγος που μπορεί να εκφωνηθεί μόνος του, που μπορεί να σχηματίσει μόνος του συλλαβή (α. «τα φωνήεντα είναι επτά, τα: α, ε, η, ι, ο, υ και ω» β. «φωνήεντα δὲ ἐστι τῶν στοιχείων ἑπτά», Διογ. Λαέρ.) 2. φρ. α)… … Dictionary of Greek
κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… … Dictionary of Greek