-
1 αεροπορική αναγνώριση
ηLuftaufklärung f -
2 αεροπορική βιομηχανία
ηLuftfahrtindustrie f -
3 αεροπορική επιδρομή
ηLuftangriff m -
4 αεροπορική εταιρεία
ηFluggesellschaft f -
5 αεροπορική πτήση
ηFlug m -
6 αεροπορική φωτογραφία
I.ηLuftaufnahme fII.ηLuftbild n -
7 воздушный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно.1. αέρινος, αέριος, του αέρα•-ое давление πίεση του αέρα.
|| εναέριος•воздушный бой αερομαχία.
2. αεροπλοϊκός, αεροπορικός•-ая линия αεροπορική γραμμή•
-ое сообщение η αεροπορική συγκοινωνία•
-ое нападение αεροπορική επίθεση•
воздушный флот η αεροπορία•
-ая оборона αντιαεροπορική άμυνα.
3. κινούμενος με αέρα•воздушный молоток αερόσφυρα, -ύρα•
воздушный тормоз αεροπέδη.
4. ελαφρός•-ая походка πολύ ελαφρό βάδισμα.
εκφρ.- ые замки – αερόπυργοι (αεροβασίες, φαντασιοπληξίες, φαντασιοκοπήματα, καπνοί φαντασίας)•воздушный поцелуй – φιλί από απόσταση, με το χέρι•- ая тревога – αεροπορικός συναγερμός•воздушный насос – αεραντλία•воздушный шар – α) αερόστατο. β) μπαλλόνι, φούσκα (παιδικό παιγνίδι). -
8 авиалиния
1. (организация) οι αεροπορικές γραμμές (εταιρεία) 2. (трасса) η αεροπορική γραμμή (δρομολόγιο), (маршрут) η αεροπορική γραμμή (κατεύθυνση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиалиния
-
9 авиабаза
-
10 авиалиния
-
11 воздушный
воздушный 1) εναέριος 2) (авиационный) αεροπορικός \воздушныйое сообщение η αεροπορική συγκοινωνία* * *1) εναέριος2) ( авиационный) αεροπορικόςвозду́шное сообще́ние — η αεροπορική συγκοινωνία
-
12 воздушный
возду́шн||ыйприл1. ἀέριος, ἐναέριος, τοῦ ἀέρος:\воздушныйое пространство ὁ ἐναέριος χώρος· \воздушныйые течения τά ρεύματα τοῦ ἀέρος, τά ἀτμοσφαιρικά ρεύματα· \воздушныйое сообщение ἡ ἀεροπορική συγκοινωνία· \воздушный шар τό ἀερόστατο· \воздушный десант τό ἀεροπορικό ἀγημα, ἡ ἀεροπορική ἀπόβαση· \воздушныйая тревога ὁ ἀεροπορικός συναγερμός·2. (легкий) ἀνάλαφρος, αἰθέριος:\воздушныйое платье ἀνάλαφρο φόρεμα· ◊ строить \воздушныйые замки φαντασιοκοπῶ, χτίζω πύργους στήν "ἰσπανία. -
13 авиабаза
η αεροπορική βάση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиабаза
-
14 авиакомпания
η αεροπορική εταιρεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиакомпания
-
15 авиакомпас
η αεροπορική πυξίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиакомпас
-
16 авиаметеорология
η αεροπορική μετεωρολογία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиаметеорология
-
17 авиаметеослужба
η αεροπορική υπηρεσία μετεωρολογίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиаметеослужба
-
18 авиаподкормка
η αεροπορική/εναέρια λίπανση του εδάφους (μέσω αεροπλάνου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиаподкормка
-
19 авиаразведка
η αεροπορική/εναέρια αναγνώριση/κατασκοπεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиаразведка
-
20 авиасев
η αεροπορική σπορά, η σπορά μέσω των αεροσκαφών, η αεροσπορά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиасев
См. также в других словарях:
Γκαγκάριν, Γιούρι Αλεξέγεβιτς — (Yury Alekseyevich Gagarin, Γκζατσκ1934 – 1968). Σοβιετικός κοσμοναύτης. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πραγματοποίησε διαστημική πτήση (1961). Σπούδασε αρχικά τεχνικός μεταλλουργίας, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα στην αεροπορική λέσχη του… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
Hellenic Aerospace Industry — Infobox Company company name = HELLENIC AEROSPACE INDUSTRY (HAI) Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ) company company type = Defence and Advanced Technology genre = foundation = 1975 founder = Greek State location city = flagicon|GRE Tanagra… … Wikipedia
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Κερκύρας, νομός — Νομός (641 τ. χλμ., 111.975 κάτ.) της περιφέρειας Ιονίων Νήσων με πρωτεύουσα την Κέρκυρα. Η επικράτειά του περιλαμβάνει το ομώνυμο νησί, τα νησιά Παξοί, Αντίπαξοι, Οθωνοί, Μαθράκι, Ερεικούσα και τις νησίδες Άγιος Νικόλαος, Πτυχία, Ποντικονήσι,… … Dictionary of Greek
Military police — The Singapore Armed Forces Military Police Command providing security coverage at the Padang in Singapore during the National Day Parade in 2000 … Wikipedia
Helios Airways Flight 522 — Artist s depiction of 5B DBY being met by two F 16s of the Hellenic Air Force at 34000 ft Accident summary Date … Wikipedia
Hellenic Aerospace Industry — (HAI) (griechisch Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία Α.Ε.) ist ein griechisches Unternehmen der Luftfahrtindustrie mit Sitz in Tanagra. Neben der Zulieferung von Bauteilen hat sich das Unternehmen auf den Bau von unbemannten Flugzeugen… … Deutsch Wikipedia