-
61 истопить
истопить 1-оплю, -опишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истопленный, -лен, -а, -оρ.σ.μ.ανάβω• θερμαίνω. || καταναλώνω για θέρμανση.ανάβω, θερμαίνομαι.истопить 2ρ.σ.μ.(γραμμ. στοιχεία βλ. истопить 1) λιώνω θερμαίνοντας•истопить всё сало λιώνω όλο το λίπος.
λιώνω•воск весь истопился όλο το κηρί έλιωσε.
-
62 качественный
επ.1. ποιοτικός•-ые изменения ποιοτικές αλλαγές.
2. καλής ποιότητας•-ые продукты προϊόντα καλής ποιότητας.
εκφρ.качественный анализ – ποιοτική ανάλυση•- ое прилагательное – (γραμμ.) ποιοτικό επίθετο. -
63 конструкция
-и θ.1. κατασκευή• συσχετισμένη κατασκευή.2. ανέγερση, οικοδόμηση τεμάχια συνάρτησης ή σύνδεσης.3. (γραμμ.) σίνταξη. -
64 корень
-рня, πλθ. корни-ей α.1. ρίζα•пустить -и ριζώνω, ριζοβολώ, απολάω ρίζες•
вырвать с -ем ξεριζώνω•
корень зуба η ρίζα του δοντιού•
-и волос οι ρίζες των μαλλιών.
2. μτφ. αρχή, πηγή, βάση, κύρια αιτία•корень зла η ρίζα του κακού.
|| παλ. γένος, οικογένεια• γεναρχία.3. (γραμμ.) ρίζα•корень и окончание ρίζα και κατάληξη.
4. (μαθ.) ρίζα•извлечь квадратный корень βγάζω τετραγωνική ρίζαι•
кубический корень κυβική ρίζα.
εκφρ.в - – ριζικά εντελώς, τελείως, καθόλου, πέρα για πέρα•в -е я не согласен с вами – διαφωνώ πέρα για πέρα με σας•на -ю – αθέριστα (για σιτηρά)•- жизни – βλ. женьшень• врасти (прирасти) -ими θεμελιώνομαι, ριζώνω, συνδέομαι γερά•запрячь (заложить – κ.τ.τ.) в корень ζεύω στο τιμόνι•в -е пресечь – προλαβαίνω το κακό, χτυπώ το κακό στη ρίζα (πριν μεγαλώσει)•смотреть (ή глядеть – κ.τ.τ.) в корень μπαίνω στην ουσία της υπόθεσης, βρίσκω τη ρίζα, εμβαθύνω•краснеть (покраснеть) до волос – κοκκινίζω ως τ αυτιά•подорвать (подрубить, подкосить – κ.τ.τ.) под корень τρώγω τις ρίζες, υποσκάπτω τα θεμέλια. -
65 корневой
επ.ριζικός, της ρίζας (φυτού).(γραμμ.) ριζικός, της ρίζας•-ое слово ριζικές λέξεις.
-
66 ласкательный
επ.1. θωπευτικός, χαϊδευτικός.2. παλ. κολακευτικός.3. (γραμμ.) χαϊδευτικός•-ые имена χαιδευτικά ονόματα.
-
67 лицо
-а, πλθ. лица ουδ.1. πρόσωπο•черты -а τα χαρακτηριστικά του προσώπου•
круглое лицо στρογγυλό πρόσωπο•
угрюмое лицо σκυθρωπό πρόσωπο•
раскрасневшееся лицо κατακόκκινο πρόσωπο•
выражение -а έκφραση του προσώπου.
2. μτφ. μορφή ατομική, ιδιότητα•профессиональное лицо работника η επαγγελματική μορφή του εργατούπαλλήλου.
3. άτομο, άνθρωπος•соревнование между -ами άμιλλα μεταξύ ατόμων•
историческое лицо ιστορικό πρόσωπο•
официальное лицо επίσημο πρόσωπο.
|| φυσιογνωμία•романическое лицо ρωμαντική φυσιογνωμία.
4. η όρθα (υφάσματος), η καλή μεριά ή όψη•гладить материю с -а σιδερώνω το ύφασμα από την όρθα.
|| πρόσοψη κτιρίου.5. (γραμμ.) το πρόσωπο•глагол в форме третьего -а ρήμα τρίτου προσώπου.
εκφρ.в лицо (говорить, бранить) – κατά πρόσωπο (κατάμουτρα) λέγω, βρίζω•в - – στο πρόσωπο•от -а – εξ ονόματος, από μέρους•перед -ом – μπροστά, ενώπιον•- ом к – με το πρόσωπο (εστραμμένο) προς•- ом к -у – ο ένας απέναντι στον άλλον (αντίκρυ)•юридическое лицо – νομικό πρόσωπο (για ίδρυμα, οργάνωση κλπ.)• на одно лицо το ίδιο, πανομοιότυπο•- а (живого) нет – κατάχλωμος, σαν νεκρός•повернуться ή встать -ом к – κάνω (δίνω) το παν για τη λύση ενός ζητήματος•показать товар с -а – δείχνω το εμπόρευμα από την καλή όψη•- ом в грязь не ударить – βγαίνω καθαρός (χωρίς γάνες ή μουτζούρες)•знать в лицо кого – γνωρίζω κάποιον εξ όψεως ή από τη φυσιογνωμία•смотреть ή глядеть в лицо чему – αντιμετωπίζω τι θαρραλέα, άφοβα•к -у – ταιριάζει, πηγαίνει•не к -у – δεν ταιριάζει, δεν πηγαίνει•с каким -ом явиться ή показаться – με τί πρόσωπο (μούτρα) να βγω, να εμφανιστώ•не взирая на -а – αδιακρίτως προσώπων•в лицо опасности – μπροστά στον κίνδυνο•он показал своё настоящее лицо – αυτός έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο•главное действующее лицо – ο πρωταγωνιστής•важное лицо – σοβαρό πρόσωπο•сделать кислое лицо – ξινίζομαΐι, μορφάζω. -
68 личный
επ.1. ατομικός, προσωπικός•-ая собственность ατομική ιδιοκτησία•
-ое оружие το ατομικό όπλο (του στρατιώτη)•
-ая охрана η προσωπική φρουρά•
-ое мнение προσωπική γνώμη•
-ые недостатки προσωπικές αδυναμίες•
предметы -ого потребления αντικείμενα ατομικής χρήσης•
-ые права граждан τα δικαιώματα του πολίτη•
это моё -ое дело αυτό είναι δική μου δουλειά (υπόθεση)•
-ое оскорбление προσωπική προσβολή•
-ая заинтересованность προσωπικό ενδιαφέρο.
ουσ. ουδ. -ое το προσωπικό, το ατομικό, το μοναχικό, του εαυτού.2. (γραμμ.) προσωπικός•-ое местоимение προσωπική αντωνυμία.
εκφρ.личный почётный гражданин – παλ. έντιμος πολίτης (τίτλος)•- дворянин – προσωπικότητα ανακηρυγμένη σε ευγενή•- ое дело – ατομικός φάκελλος•личный состав – το προοωπιν.ό. -
69 междометие
-я ουδ. (γραμμ.)επιφώνημα. -
70 междометный
επ. (γραμμ.)επιφωνηματικός. -
71 местный
επ.1. τοπικός•местный обычай τοπική συνήθεια (έθιμο)•
местный говор διάλεκτος, τοπολαλιά;
2. μερικός, μη γενικός•-ое явление τοπικό φαινόμενο•
местный наркоз τοπική νάρκωση•
-ые органы власти τοπικά όργανα εξουσίας•
-ая газета τοπική εφημερίδα•
-ое самоуправление τοπική αυτοδιοίκηση•
-го значения τοπικής σημασίας.
|| εγχώριος, ντόπιος•-ые товары εγχώρια εμπορεύματα•
-ое население ντόπιος πληθυσμός.
εκφρ.- ое время – τοπική ώρα•местный колорит – τοπική χροιά (έργων τέχνης)•местный падеж – (γραμμ.) τοπική (προθετική) πτώση. -
72 местоимение
-я ουδ. (γραμμ.) αντωνυμία•личное местоимение προσωπική αντωνυμία•
вопросительные -я ερωτηματικές αντωνυμίες•
определительные -я οριστικές αντωνυμίες•
неопределённые -я αόριστες αντωνυμίες•
относительные -я αναφορικές αντωνυμίες•
притяжательные -я κτητικές αντωνυμίες•
указательные -я δεικτικές αντωνυμίες.
-
73 назвать
назвать 1-зову, -зовёшь, παρλθ. χρ. назвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. названный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. ονομάζω, δίνω το όνομα, ονοματίζω, καλώ, λέγω, βγάζω το όνομα• χαρακτηρίζω, λέγω•назвать кого дураком λέγω κάποιον βλάκα.
2. φωνάζω•назвать кого по имени φωνάζω κάποιον στο όνομα.
|| κατονομάζω. || τιτλοφορώ.3. ανακοινώνω, γνωστοποιώ, λέγω, ομολογώ•не -ал их фамилии δεν αποκάλυψε τα επώνυμάτά τους.
ονομάζομαι, καλούμαι, λέγομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.назвать 2(γραμμ. στοιχ. βλ. назвать 1)προσκαλώ•назвать гостей προσκαλώ πολλούς φιλοξενουμένους.
προσκαλούμαι. -
74 назывной
-
75 наклонение
-я ουδ.1. κλίση, κάμψη, λύγισμα• σκύψιμο, γέρμα•наклонение головы γέρμα του κεφαλιού.
2. (γραμμ.) έγκλιση•изъявительное -οριστική έγκλιση•
повелительное наклонение προστακτική έγκλιση.
-
76 наколоть
наколоть 1-колю, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наколотый, βρ: -лот, -а, -оρ.σ.μ.1. βλ. колоть.2. καρφώνω καρφιτσώνω, στεριώνω•-на доску флажки καρφώνω στο σανίδι σημαιούλες•
наколоть на шляпу цветы καρφιρσώνω λουλούδια στο καπέλο.
3. φτιάχνω τρυπώντας•наколоть на бумаге рисунок φτιάχνω στο χαρτί σχέδιο με τρυπίτσες.
4. σκοτώνω διατρυπώντας! (πολλά ζώα, πτηνά).наколоть 2ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. наколоть)1. βλ. колоть2. (με σημ. ποσοτική).κεντιέμαι, σουφλίζομαι•наколоть на иголку μου μπήκε βελόνι.
-
77 наподдавать
ρ.σ. (γραμμ. στοιχεία βλ. давить)1. (απλ.) χτυπώ δυνατά (από κάτω προς τα πάνω)•наподдавать мяч χτυπώ δυνατά την ποδόσφαιρα.
2. δυναμώνω, αυξαίνω τον ατμό στο λουτρό. -
78 наподдать
ρ.σ. (γραμμ. στοιχεία βλ. дать)• (απλ.) βλ. наподдавать. -
79 напороть
напороть 1-орю, -брешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напоротый, βρ: -рот, -а, -оρ.σ.μ.γρατσουνίζω τό δέρμα, (ξε)γδέρνω προσκρούοντας•напороть нбгу на гвоздь γδέρνω το πόδι στο καρφί.
1. (ξε)γδέρνομαι, ξεσχίζομαι.2. συναντιέμαι απρόοπτα, πέφτω επάνω•напороть на негодяя πέφτω πάνω σε παλιάνθρωπο.
напороть 2ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. напороть 1).1. βλ. пороть (1 σημ.).2. μτφ. φλυαρώ, κουτσομπολεύω κάνω ανοησίες, τρέλλες•напороть чепухи λέγω αρλούμπες, κουταμάρες.
-
80 нарицательный
επ.: имя -ое1. γραμμ. όνομα κοινό•имена собственные и -ые ονόματα κύρια και κοινά (προσηγορικά).
2. τυπικό όνομα.εκφρ.- ая стоимость – (οικον.) η ονομαστική αξία.
См. также в других словарях:
γράμμ' — γράμμα , γράμμα that which is drawn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράση — (Γραμμ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής γραμματικής, που δηλώνει τη συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή δίφθογγο της επόμενης σε ένα μακρό φωνήεν ή σε δίφθογγο (παραδείγματος χάριν, τα άλλα > τλλα, το… … Dictionary of Greek
αναδιπλασιασμός — (Γραμμ.).Η επανάληψη στην αρχή των ονοματικών και κυρίως των ρηματικών θεμάτων ενός ή περισσότερων φθόγγων ή ακόμη και ολόκληρης συλλαβής για να τονιστεί η έννοια της λέξης ή για να φανεί η διάρκεια και το τετελεσμένο της πράξης που σημαίνεται με … Dictionary of Greek
αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… … Dictionary of Greek
υποτακτικός — ή, ό / ὑποτακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και υποταχτικός, ή, ό, Ν [ὑποτάσσω] το θηλ. ως ουσ. η υποτακτική γραμμ. η έγκλιση τού ρήματος που παρουσιάζει το περιεχόμενό του ως προσδοκώμενο, που δηλώνει κυρίως επιθυμία και προσδοκία νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ … Dictionary of Greek
πρόταση — η / πρότασις, άσεως, Ν ΜΑ, και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προτείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προτείνω, το να τείνει κανείς κάτι προς τα εμπρός, προβολή, προέκταση 2. διατύπωση ή υποβολή γνώμης, ευχής, επιθυμίας, αίτησης (α. «πρόταση γάμου» β … Dictionary of Greek
φθόγγος — ο, ΝΜΑ 1. η ανθρώπινη, κυρίως, φωνή, η οποία παράγεται από τα φωνητικά όργανα 2. το σχετικό γραφικό σύμβολο, γράμμα (α. «ο φθόγγος α» β. «ὦ παιδίον ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῡ πρὸς τὸ σίγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῑν ὦ παιδίος ἀντὶ… … Dictionary of Greek
στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… … Dictionary of Greek
οριστικός — ή, ό (ΑΜ ὁριστικός, ή, όν) [οριστός] το θηλ. ως ουσ. η οριστική γραμμ. η πρώτη ρηματική έγκλιση η οποία δηλώνει κάτι το οποίο είναι ή θεωρείται αληθινό, πραγματικό νεοελλ. 1. σαφώς καθορισμένος, τελειωτικός («η απόφαση που πήρα είναι οριστική») 2 … Dictionary of Greek
φωνήεν — εντος, το / φωνῆεν, ΝΜΑ 1. γραμμ. φθόγγος που μπορεί να εκφωνηθεί μόνος του, που μπορεί να σχηματίσει μόνος του συλλαβή (α. «τα φωνήεντα είναι επτά, τα: α, ε, η, ι, ο, υ και ω» β. «φωνήεντα δὲ ἐστι τῶν στοιχείων ἑπτά», Διογ. Λαέρ.) 2. φρ. α)… … Dictionary of Greek
κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… … Dictionary of Greek