-
121 αρτιγονος
-
122 αρχαιογονος
21) старинного происхождения, древний(Ἐρεχθεΐδαι Soph.)
2) изначальный, первичный(ἀ. καὴ πρώτη αἰτία Arst.)
-
123 αρχεγονος
21) первоначальный, первичный(χυμὸς ἐν δένδροις Arst.)
2) служащий первоисточником(τῆς τῶν ζῴων φύσεως Diod.)
-
124 αυτοτελεστος
-
125 δακρυογονος
-
126 διγονος
21) дважды рожденный ( эпитет Вакха) Anth.2) двойной(μάσθλης Soph.)
δίγονα σώματα Eur. — два (мертвых) тела -
127 δρυογονος
-
128 εγγονος
См. также в других словарях:
γόνος — that which is begotten masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνος — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… … Dictionary of Greek
γόνος — ο 1. το παιδί, το τέκνο, ο απόγονος: Είναι γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. 2. τα αβγά των ψαριών και τα νεαρά ψαράκια. 3. η γύρη των λουλουδιών. 4. το σπέρμα, ο σπόρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γονός — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… … Dictionary of Greek
γόνω — γόνος that which is begotten masc/fem nom/voc/acc dual γόνος that which is begotten masc/fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνε — γόνος that which is begotten masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνοι — γόνος that which is begotten masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνοιο — γόνος that which is begotten masc/fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνοις — γόνος that which is begotten masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνον — γόνος that which is begotten masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνου — γόνος that which is begotten masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)