-
1 şecereli
γόνος καλής οικογενείας -
2 обойти
см. обходить. оболонь лес. (заболонь) о σομφός. оболочка 1. стр. (в теории упругости) το κέλυφος 2. (атома) η στιβάς 3. анат. оχιτώνας, ο υμέναςмозговая - η μήνιγξ, ημήνιγγα του εγκεφάλουсерозная - ορογόνος/βλεννο-γόνος -сетчатая - глаза см. сетчатка4. тех. τοπερίβλημα-кабеля - του καλωδίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обойти
-
3 серозный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > серозный
-
4 противохимический
противохимическийприл ἀντιασφυξιο-γόνος. -
5 слюиный
слюи||ныйприл анат. σιάλο-γόνος, σιελώδης:\слюиныйная железа анат. ὁ σιαλογόνος (или ὁ σιελογόνος) ἀδήν. -
6 spawn
-
7 детва
-ы θ. αθρσ. νύμφη, ο γόνος των μελισσών οι νέες μέλισσες. -
8 икорка
-и θ.γόνος ψαριών, γονίδι. || χαβιαράκι. -
9 икра
икра 1-ы θ.γόνος, γονίδι ψαριών•метание -ы απόθεση του γόνου.
|| χαβιάρι, αυγοτάραχο•зернистая икра σπειρωτό χαβιάρι•
паюсная икра πεπιεσμένο χαβιάρι•
осетровая икра μαύρο χαβιάρι•
кетовая икра κόκκινο χαβιάρι, μπρικ•
метать -у γονοβολώ, γονεύω.
|| τροφή λεπτοτεμαχισμένη•баклажанная икра κονσερβοποιημένες, λεπτοτεμαχισμένες μελιτζάνες.
икра 2-ы, πλθ. икры, γεν. икр θ.γάμπα• γαστροκνήμη. -
10 молокогонный
επ.γαλακτοφόρος, -γόνος•-ые средства γαλακτοφόρα φάρμακα•
-ы6 корма οι γαλακτοφόρες τροφές.
-
11 отроек
-ройка α. σμάρι, γονιδι, γόνος. -
12 расплод
-а α.γόνος, -ίδι, νεογνό•расплод скота τα νεογένητα των ζώων•
расплод пчл το σμάρι.
-
13 ястык
-а α.ο γόνος των ψαριών. -
14 Child
subs.P. and V. παῖς, ὁ or ἡ, Ar. and V. τέκνον, τό (rare P.), τέκος, τό, γόνος, ὁ, V. γονή, ἡ, γέννημα, τό, γένεθλον, τό, σπέρμα, τό (rare P.), σπορά, ἡ; see Son, Daughter.Off-spring: P. and V. ἔκγονος, ὁ or ἡ.Little child, infant: P. and V. νήπιος, ὁ or ἡ (Plat., Ant.), Ar. and P. παιδάριον, τό, παιδίον, τό, Ar. τεκνίδιον, τό.Babe: V. βρέφος, τό, τυτθός, ὁ or ἡ.Of children, adj.: P. and V. παίδειος (Plat.).Of infants: V. νήπιος.Blest in one's children: Ar. and V. εὔπαις, V. εὔτεκνος.Be blest in one's children, v.: V. εὐτεκνεῖν (Eur., frag.).Blessing of good children, subs.: Ar. and V. εὐπαιδία, ἡ.Cursed in one's children, adj.: V. δύστεκνος.Having two children: V. δίπαις.Having fifty children: V. πεντηκοντάπαις.Having fair children: V. καλλίπαις.Loving one 's children: Ar. and V. φιλότεκνος.Murder one's children, v.: V. παιδοκτονεῖν.Murdering one's children, adj.: V. παιδοκτόνος.The guilt of child-murder: V. τεκνοκτόνον μύσος (Eur., H.F. 1155).From a child: see from childhood under childhood.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Child
-
15 Offspring
subs.P. and V. ἔκγονος, ὁ, or ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Offspring
-
16 Progeny
subs.P. and V. ἔκγονος, ὁ or ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Progeny
-
17 Prophecy
subs.Something predicted: P. and V. λόγος, ὁ, λόγια, τά, Ar. and V. φάτις, ἡ, θέσφατον, τό, V. ἔπος, τό, θέσπισμα, τό, or pl.Oracle: P. and V. χρηστήριον, τό, μαντεῖον, τό, μαντεία, ἡ, χρησμός, ὁ, χρησμῳδία, ἡ, Ar. and V. μάντευμα, τό, or pl.Art of prediction: P. and V. μαντεία, ἡ, μαντική, ἡ.True prophecy: V. ὀρθομαντεία, ἡ.The child foretold by prophecy: V. μαντευτὸς γόνος (Eur., Ion, 1209).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prophecy
-
18 Son
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Son
-
19 scion
1) γόνος2) μπόλι
См. также в других словарях:
γόνος — that which is begotten masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνος — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… … Dictionary of Greek
γόνος — ο 1. το παιδί, το τέκνο, ο απόγονος: Είναι γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. 2. τα αβγά των ψαριών και τα νεαρά ψαράκια. 3. η γύρη των λουλουδιών. 4. το σπέρμα, ο σπόρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γονός — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… … Dictionary of Greek
γόνω — γόνος that which is begotten masc/fem nom/voc/acc dual γόνος that which is begotten masc/fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνε — γόνος that which is begotten masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνοι — γόνος that which is begotten masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνοιο — γόνος that which is begotten masc/fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνοις — γόνος that which is begotten masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνον — γόνος that which is begotten masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνου — γόνος that which is begotten masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)