-
1 αυτοτέλεστος
-
2 αὐτοτέλεστος
-
3 αυτοτελεστος
-
4 αὐτοτέλεστος
αὐτο-τέλεστος, ον,A self-accomplished, spontaneous, Opp.H.1.763, AP1.19.6 (Claudian.), Nonn.D.43.233, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοτέλεστος
-
5 αὐτοτέλεστος
-
6 αυτοτέλεστον
αὐτοτέλεστοςself-accomplished: masc /fem acc sgαὐτοτέλεστοςself-accomplished: neut nom /voc /acc sg -
7 αὐτοτέλεστον
αὐτοτέλεστοςself-accomplished: masc /fem acc sgαὐτοτέλεστοςself-accomplished: neut nom /voc /acc sg -
8 αυτοτέλεστα
-
9 αὐτοτέλεστα
См. также в других словарях:
αὐτοτέλεστος — self accomplished masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοτέλεστον — αὐτοτέλεστος self accomplished masc/fem acc sg αὐτοτέλεστος self accomplished neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοτέλεστα — αὐτοτέλεστος self accomplished neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)