Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(μάσθλης

См. также в других словарях:

  • μάσθλης — μάσθλης, ητος, αιολ. τ. μάσλης (Α) 1. κατεργασμένο δέρμα 2. ο ιμάντας τής μάστιγας («φοίνιον μάσθλητα δίγονον», Σοφ.) 3. μτφ. πανούργος, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. < ἰμάσθλη* «ιμάντας, μαστίγιο» με σίγηση τού αρκτικού ι… …   Dictionary of Greek

  • μάσθλης — leather masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάσθλησιν — μάσθλης leather masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάσθλητα — μάσθλης leather masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάσθλητας — μάσθλης leather masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάσθλητος — μάσθλης leather masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιμάσθλη — ἱμάσθλη, ἡ (Α) 1. μαστίγιο 2. πηδάλιο πλοίου 3. λουρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάσσω συνδέεται με τον τ. μάσθλης*] …   Dictionary of Greek

  • μάσθλημα — μάσθλημα, τὸ (Α) [μάσθλης] κατεργασμένο δέρμα, πετσί …   Dictionary of Greek

  • μάσλης — μάσλης, ητος ὁ (Α) (αιολ. τ.) βλ. μάσθλης …   Dictionary of Greek

  • μασθλήτινος — μασθλήτινος, ίνη, ον (Α) [μάσθλης] αυτός που μοιάζει με δέρμα ως προς το χρώμα …   Dictionary of Greek

  • τροπομάσθλης — ὁ, Α άνθρωπος με ασταθή και πανούργο χαρακτήρα, ανάξιος εμπιστοσύνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπος + μάσθλης «πανούργος, απατεώνας»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»