-
1 αρτίγονος
-
2 ἀρτίγονος
-
3 αρτιγονος
-
4 ἀρτίγονος
ἀρτί-γονος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτίγονος
-
5 ἀρτίγονος
ἀρτί-γονος, eben entstanden, gewachsen -
6 αρτίγονον
-
7 ἀρτίγονον
-
8 αρτιγόνοιο
-
9 ἀρτιγόνοιο
-
10 αρτιγόνοις
-
11 ἀρτιγόνοις
-
12 αρτιγόνοισι
-
13 ἀρτιγόνοισι
-
14 αρτιγόνοισιν
-
15 ἀρτιγόνοισιν
-
16 αρτιγόνους
-
17 ἀρτιγόνους
-
18 αρτιγόνων
-
19 ἀρτιγόνων
-
20 αρτίγονα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αρτίγονος — ἀρτίγονος, ον (Α) αρτιγενής* … Dictionary of Greek
ἀρτίγονος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτίγονον — ἀρτίγονος masc/fem acc sg ἀρτίγονος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιγόνοιο — ἀρτίγονος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιγόνοις — ἀρτίγονος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιγόνοισι — ἀρτίγονος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιγόνοισιν — ἀρτίγονος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιγόνους — ἀρτίγονος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιγόνων — ἀρτίγονος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτίγονα — ἀρτίγονος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτίγονοι — ἀρτίγονος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)