-
1 αὐτο-τέλεστος
αὐτο-τέλεστος, durch sich selbst vollendet, γόνος Claudian. ep. (1, 19); Nonn. D. 48. 85. Vgl. αὐτόρεκτος.
-
2 αὐτοτέλεστος
αὐτο-τέλεστος, ον,A self-accomplished, spontaneous, Opp.H.1.763, AP1.19.6 (Claudian.), Nonn.D.43.233, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοτέλεστος
-
3 αὐτοτέλεστος
-
4 αυτοτελεστος
См. также в других словарях:
ισοτέλεστος — ἰσοτέλεστος, ον (Α) 1. κατασκευασμένος ακριβώς όμοιος («ἰσοτελὲς μίμημα») 2. (για τον θάνατο) κοινός για όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τέλεστος (< τελῶ), πρβλ. αυτο τέλεστος μεσο τέλεστος] … Dictionary of Greek