Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γνάϑον

См. также в других словарях:

  • γνάθον — γνάθος jaw fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνάθος — Κάθε ένα από τα δύο οστά, στα οποία βρίσκονται τα δόντια. Διακρίνεται σε άνω και κάτω γ. Η άνω γ. αποτελείται από δύο ημιμόρια, το δεξί και το αριστερό, που συνοστεώνονται κατά τη μέση γραμμή. Αποτελούν το κυριότερο μέρος του σκελετού του… …   Dictionary of Greek

  • μονόγναθος — ο ζωολ. γένος μονογναθίμορφων τελεόστεων ψαριών τής οικογένειας monognathidae με δύο μόνο γνωστά είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monognathus (< μον(ο) * + γνάθον)] …   Dictionary of Greek

  • πίμπλημι — και πίπλημι και πίπλω και πιμπλάω και πιμπλέω και πιμπλάνομαι, ΜΑ 1. πληρώ, γεμίζω με κάτι (α. «τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα», Ομ. Οδ. β. «δακρύοισι... Ἑλλάδ ἅπασαν ἔπλησε», Ευρ.) 2. γεμίζω το στόμα μου ή την κοιλιά μου, χορταίνω («οὗτος μὲν οὐδ αν …   Dictionary of Greek

  • προσάγω — ΝΜΑ 1. φέρνω κάποιον ή κάτι κάπου, προσκομίζω («τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε;», Ομ. Οδ.) 2. οδηγώ κάποιον ή κάτι ενώπιον κάποιου και, ιδίως, ενώπιον δικαστηρίου (α. «να προσαχθεί ο κατηγορούμενος» β. «τῷ Κύρῳ προσάγειν τοὺς αἰχμαλώτους», Ξεν. γ …   Dictionary of Greek

  • υπαλείφω — ὑπαλείφω ΝΜΑ αλείφω ελαφρά και επιφανειακά μσν. παθ. ὑπαλείφομαι μτφ. πληρούμαι, γεμίζω («ἐμὲ... ἔδει ὑφ΄ ὑμῶν ὑπαλειφθῆναι πίστει... ὑπομονῇ», Ιγνάτ.) αρχ. επιχρίω («ὑπαλείφειν κόμμι τὴν γνάθον», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀλείφω] …   Dictionary of Greek

  • φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… …   Dictionary of Greek

  • ԾԱՄԵԼԻ — (լւոյ. ԾԱՄԵԼԻՔ, լեաց.) NBH 1 1004 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 11c, 12c գ. κρόταφος, γνάθον pars cpitis tenuior παρειά mala, maxilla, gena. Քունք եւ ծնօտ մինչեւ ʼի կզակս, որ է միջոց կամ գործի ծամելոյ կենդանւոյն զկերակուրս. վերի ու …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»