Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ξεφεύγω

  • 1 избежать

    избежать ξεφεύγω, αποφεύγω \избежать опасности ξεφεύγω τον κίνδυνο
    * * *
    ξεφεύγω, αποφεύγω

    избежа́ть опа́сности — ξεφεύγω τον κίνδυνο

    Русско-греческий словарь > избежать

  • 2 сбить

    собью, собьшь, προστκ. сбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбитый, βρ: -сбит, -а, -о.
    1. καταρρίπτω χτυπώντας•

    сбить яблоки с ветки ρίχνω κάτω τα μήλα από το κλαδί•

    сбить человека с ног ρίχνω κάμω τον άνθρωπο (στεκόμενοη βαδίζοντα)•

    сбить самолт καταρρίπτω αεροπλάνο.

    || αποσπώ• σπάζω•

    сбить замок с двери σπάζω την κλείδων ιά της πόρτας.

    || απωθώ, εκδιώκω, βγάζω•

    сбить полк с позиции βγάζω το σύνταγμα από τις θέσεις (που κατέχει),

    2. φθείρω, χαλνώ με το χτύπημα, το βάδισμα•

    сбить каблук χαλνώ το τακούνι•

    сбить подковы φθείρω τα πέταλα.

    || γρατσουνιζω, εκδέρω.
    3. κινώ, κουνώ, μετακινώ με χτύπημα ή σπρώξιμο. || χαλνώ, ανατρέπω•

    сбить прицель χαλνώ τη σκόπευση•

    сбить планы χαλνώ τα σχέδια.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτρέπω• παρεκκλίνω•

    сбить с дороги εκτρέπω της οδού.

    5. (για σκέψη, συνομιλία)• στρέφω, γυρίζω αλλού.
    6. μπερδεύω, συγχύζω• περιπλέκω•

    сбить на допросе μπερδεύω κατά την ανάκριση•

    на экзамене μπερδεύω στην εξέταση.

    7. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• χαμηλώνω, κατεβάζω•

    сбить температуру жаропонижающими средствами κατεβάζω τον πυρετό με αντ ιπυρετικά φάρμακα.

    || χτυπώ., προκαλώ πτώση•

    сбить цену χτυπώ την τιμή.

    8. συνενώνω, συνδέω, καρφώνω, κάνω, σκαρώνω•

    сбить полы φτιάχνω πατώματα•

    сбить ящик из досок φτιάχνω κιβώτιο από σανίδια.

    9. μαζεύω, συγκεντρώνω•

    сбить всех в кучу συγκεντρώνω όλους σωρό.

    || δημιουργώ• οργανώνω, ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, μαζεύω, οικονομώ.
    10. χτυπώ, δέρνω•

    сбить желтки χτυπώ τους κρόκους.

    || (για μαλλιά)• ανακατώνω.
    11. εξάγω, βγάζω•

    сбить масло βγάζω βούτυρο (χτυπώντας το γάλα).

    || ετοιμάζω, φτιάχνω•

    сбить шерсть ξένω το μαλλί•

    сбить печь φτιάχνω φούρνο.

    εκφρ.
    сбить спесь (гонор, форсκ.τ.τ.) с кого κόβω τη φόρα (τον αέρα) κάποιου (ταπεινώνω)•
    сбить с пути – βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.
    1. μετακινούμαι, ξεφεύγω (από τη θέση)•

    бинт -лся ο επίδεσμος ξέφυγε•

    галстук -лся η γραβάτα ξέφυγε (στράβωσε)•

    шляпа -лась на бок η ρεμπούμπλικα έκλινε πλάγια•

    пристрелка орудия -лась η σκόπευση του πυροβόλου ξέφυγε.

    || αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (χάθηκε).

    2. χτυπιέμαι, βλάπτομαι• αχρηστεύομαι. || φθείρομαι• στραβοπατιέμαι.
    3. ξεστρατίζομαι, ξεφεύγω από το δρόμο, παραστρατώ• περιπλανιέμαι•

    сбить с дороги ξεστρατίζομαι,.

    ξεφεύγω, παρεκκλίνω (από το θέμα κ.τ.τ.).
    4. περνώ, γίνομαι, καθίσταμαι• μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι.
    5. μπερδεύομαι, συγχύζομαι, τα χάνω•

    он -лся на экзаменах αυτός τά χασέ στις εξετάσεις.

    6. στριμώχνομαι, συνωστίζομαι, συνωθούμαι. || ιδρύομαι, δημιουργούμαι, σχηματίζομαι• οργανώνομαι. || (για μέσα, χρήματα) μαζεύομαι• αποταμιεύομαι.
    7. (για ρευστά) πηχτώνω από το χτύπημα. || (για μαλλιά) ανακατεύομαι.
    εκφρ.
    сбить с ног – μου κόβονται τα πόδια (από την κούραση)•
    сбить с ноги – χάνω το βήμα (κατά το βηματισμό)•
    сбить с пути – ξεφεύγω από τον κανονικό δρόμο, παίρνω άσχημο δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > сбить

  • 3 ускользать

    ускользать
    несов, ускользнуть сов
    1. (выскользнуть) ξεγλιστρώ, ξεφεύγω, διαφεύγω·
    2. (уйти незаметно) разг ξεφεύγω, τό στρίβω:
    \ускользать от кого-л. ξεφεύγω ἀπό κάποιον
    3. перен (пропасть, исчезнуть для кого-л.) χάνω:
    э́то не ускользнуло от внимания δέν διέφυγε τήν προσοχήν ◊ \ускользать от прямого ответа ἀποφεύγω ν' ἀπαντήσω καθαρά.

    Русско-новогреческий словарь > ускользать

  • 4 вырваться

    вырваться ξεφεύγω· γλιτώνω (спастись)· \вырваться вперёд ορμώ προς τα μπρος
    * * *
    ξεφεύγω; γλιτώνω ( спастись)

    вы́рваться вперёд — ορμώ προς τα μπρος

    Русско-греческий словарь > вырваться

  • 5 вывернуться

    вывернуть||ся
    1. (вывинчиваться) ξεβιδώνομαι, ἀποκοχλιώνομαΓ
    2. (наизнанку) ἀναστρέφομαι, γυρίζω ἀπό τήν ἀνάποδη, ἀναποδογυρίζω·
    3. (выскальзывать, освобождаться) διαφεύγω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ.
    4. перен разг ξεφεύγω, ξεμπλέκω.

    Русско-новогреческий словарь > вывернуться

  • 6 вырываться

    вырываться
    несов
    1. (убегать, ускользать) ξεφεύγω, τό σκάζω, δραπετεύω/ ἐλευθερώνομαι (на свободу)·
    2. (о слове, стоне) διαφεύγω, ξεφεύγω.

    Русско-новогреческий словарь > вырываться

  • 7 выскальзывать

    выскальзывать
    несов
    1. ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, διαφεύγω, σκαπουλάρω:
    \выскальзывать из рук ξεφεύγω ἀπ· τά χέρια· 2.. (незаметно выйти) τό στρίβω.

    Русско-новогреческий словарь > выскальзывать

  • 8 отделываться

    отделывать||ся
    разг
    1. (избавляться) γλυτώνω (άμετ.), ἀπαλλάσσομαι, ξεφορτώνομαι:
    от него легко не отделаешься αὐτόν εὐκολα δέν τόν ξεφορτώνεσαι·
    2. (чем-л.) ξεφεύγω:
    \отделыватьсяся обещаниями ξεφεύγω μέ ὑποσχέσεις· ◊ счастливо \отделыватьсяся τήν γλύτωσα φτηνά.

    Русско-новогреческий словарь > отделываться

  • 9 уклоняться

    уклон||яться
    несов
    1. (отстраняться) (παρ)εκκλίνω, ἐκτρέπομαι:
    \уклонятьсяя́ться от удара ἀποφεύγω τό χτύπημα·
    2. перен ἀποφεύγω, ξεφεύγω, ὑπεκφεύγω (избегать):
    \уклонятьсяи́ться от боя воен. φυγομαχῶ· \уклонятьсяя́ться от темы ξεφεύγω ἀπό τό θέμα· \уклонятьсяя́ться от разговора (встречи) ἀποφεύγω τή συζήτηση (τή συνάντηση)·
    3. прям., перен (отклоняться) παρα-στρατίζω, ἐκτρέπομαι:
    \уклонятьсяяться от истины ἐκτρέπομαι τής ἀληθείας.

    Русско-новогреческий словарь > уклоняться

  • 10 выскочить

    -чу, -чишь, ρ.σ.
    1. ξεπηδώ, ξεπετιέμαι, πηδώ έξω• διαφεύγω, ξεφεύγω.
    2. μτφ. εμφανίζομαι απροσδόκητα• σχηματίζομαι, γίνομαι•

    у меня чирей -ил μου έγινε (ξεπετάχτηκε) καλόγηρος.

    3. ξεφεύγω, αποσπώμαι.
    4. σηκώνομαι, ξεπετάγομαι χωρίς την έγκριση•

    -со своими замечаниями ξεπετιέμαι και κάνω τις παρατηρήσεις μου.

    5. φτάνω γρήγορα στο σκοπό μου.
    εκφρ.
    выскочить из головы ή из памяти – ξεχνώ, λησμονώ•
    выскочить замуж – Βιάζομαι να παντρεφτω.

    Большой русско-греческий словарь > выскочить

  • 11 отвлечь

    -еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. отвлк
    -влекла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвлеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. έλκω, τραβώ αποσπώ•

    отвлечь огонь противника на себя τραβώ τα πυρά του εχθρού ενάντιο μου•

    отвлечь внимание τραβώ την προσοχή•

    отвлечь кого от союза αποσπώ κάποιον από τη συμμαχία.

    2. ξεχωρίζω απομονώνω αφαιρώ.
    απομακρύνομαι, ξεφεύγω•

    отвлечь от темы ξεφεύγω από το θέμα.

    (φιλοσ.) αφαιρούμαι, ξεχωρίζομαι, εξαιρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > отвлечь

  • 12 отделать

    ρ.σ.μ.
    1. επεξεργάζομαι, δουλεύω, τελειοποιώ, επιμελούμαι των λεπτομερειών έργου χτενίζω. || προσδίδω μορφή, φτιάχνω κατ απομίμηση, εν είδη, σαν•

    отделать стены под дуб φτιάχνω τους τοίχους σαν από δρυόξυλο.

    || ανανεώνω επισκευάζω εκ νέου, ξεκαινουργώνω.
    2. διακοσμώ, στολίζω, ευτρεπίζω γαρνίρω.
    3. (απλ.) λερώνω• φθείρω, χαλνώ•

    отделать рубашку λερώνω το πουκάμισο.

    || μαλώνω άσχημα, στολίζω. || χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ.
    1. απαλλάσσομαι από κάτι, από κάποιον ξεφορτώνομαι.
    2. ξεφεύγω, εκφεύγω, αποφεύγω•

    отделать обещаниями ξεφεύγω με υποσχέσεις.

    3. γλυτώνω, λυτρώνομαι•

    дшево отделать τη γλυτώνω φτηνά•

    счастливо -στέκομαι τυχερός, ευτυχώς που τη γλυτώνω.

    Большой русско-греческий словарь > отделать

  • 13 отклонить

    -лоню, -лонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отклонённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. κλίνω, γέρνω•

    отклонить корпус назад γέρνω το σώμα πίσω.

    || λυγίζω•

    -ветку λυγίζω το κλαδάκι.

    || αποκλίνω παρεκκλίνω•

    изменение погоды -ло стрелку барометра η αλλαγή του καιρού έκανε να αποκλίνει ο δείκτης του βαρόμετρου.

    || κινώ, κουνώ•

    отклонить маятник κινώ το εκκρεμές.

    || απομακρύνω•

    отклонить от себя απομακρύνω από κοντά μου.

    2. αποτρέπω, εμποδίζω•

    он-ил его от необдуманного поступка αυτός τον απέτρεψε από την απερίσκεπτη πράξη,

    3. μτφ. απορρίπτω δε δέχομαι•

    отклонить просьбу απορρίπτω την αίτηση•

    отклонить приглашение δε δέχομαι, την πρόσκληση.

    1. αποκλίνω•

    стрелка -лась ο δείκτης απόκλινε.

    || εκκλίνω, αποφεύγω•

    от удара αποφεύγω το χτύπημα.

    2. παρεκκλίνω, λοξοδρομώ. || μτφ. απομακρύνομαι, ξεφεύγω•

    -от темы ξεφεύγω από το θέμα.

    Большой русско-греческий словарь > отклонить

  • 14 отступить

    -уйлю, -упишь,
    επιρ. μτχ. отступив κ. отступя ρ.σ.
    1. υποχωρώ, οπισθοχωρώ, πισωδρομώ•

    отступить два шага κάνω πίσω δυό βήματα.

    2. μετακινούμαι, απομακρύνομαι, αποσύρομαι•

    море -ло η θάλασσα αποσύρθηκε μακρύτερα (από την ακτή).

    3. κάμπτομαι• λυγίζω•

    отступить перед превосходными силами противника υποχωρώ μπροστά στις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού•

    отступить перед опасностью υποχωρώ μπροστά στον κίνδυνο•

    отступить перед трудностями λυγίζω μπροστά στις δυσκολίες.

    || παραιτούμαι, απέχω αρνούμαι•

    отступить от своей веры αποστατώ, αλλαξοπιστώ•

    отступить от своих требований υποχωρώ από τις απαιτήσεις ή διεκδικήσεις•

    -от своих взглядов αναθεωρώ τις απόψεις μου.

    4. παραβαίνω, ξεφεύγω• αθετώ, εκτρέπομαι•

    от правила παραβαίνω τον κανόνα•

    отступить от темы ξεφεύγω από το θέμα.

    5. αρχίζω με νέα παράγραφο.
    1. υποχωρώ παραιτούμαι• απαρνούμαι. || αθετώ• αρνούμαι, δεν κρατώ το λύγο μου, την υπόσχεση μου.
    2. δεν ενδιαφέρο-ρομαι• λύνω τους δεσμούς, κόβω σχέσεις αφήνω εγκαταλείπω, παρατώ.

    Большой русско-греческий словарь > отступить

  • 15 удалить

    -лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удаленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    1. απομακρύνω, ξεμακραίνω• αποτραβώ• αποσύρω•

    -мишень на двадцать метров απομακρύνω το στόχο είκοσι μέτρα•

    удалить предмет от глаз απομακρύνω το αντικείμενο από τα μάτια.

    || μτφ. παλ. • απομονώνω•

    его -ли от других τον απομάκρυναν από τους άλλους.

    || μτφ. κρατώ σε απόσταση•

    он -ил от себя свою жену αυτός κράτησε σε απόσταση τη γυναίκα του.

    2. διώχνω, βγάζω έξω, πετώ•

    удалить ненужные вещи из комнаты βγάζω έξω από το δωμάτιο τα άχρηστα πράγματα.

    || εξάγω• απαλείφω•

    удалить зуб βγάζω το δόντι•

    удалить пятно с материи βγάζω το λεκέ από το ύφασμα•

    удалить ржавчину с металла βγάζω τη σκουριά από το μέταλλο.

    || μτφ. διώχνω, αποβάλλω•

    он -ил от себя такие мысли αυτός απέβαλε τέτοιες σκέψεις.

    3. μτφ. διώχνω, στέλλω μακριά. || μτφ. απαλλάσσω•

    его -ли с работы τον απομάκρυναν από τη δουλειά•

    его -ли от занимаемого поста τον απομάκρυναν από πόστο που κατείχε.

    1. απομακρύνομαι, αλαργεύω•

    лодка -лась от берега η βάρκα απομακρύνθηκε από την ακτή.

    || μτφ. ξεφεύγω•

    удалить от темы ξεφεύγω από το θέμα.

    || μτφ. αποφεύγω, ξεκόβω, αποσπώμαι•

    удалить от друзей ξεκόβω από τους φίλους.

    2. φεύγω•

    в старости отец -лся в свою деревню στα γεράματα ο πατέρας έφυγε μόνιμα για το χωριό του.

    || απολύομαι• αποχωρώ•

    удалить от должности απομακρύνομαι (απαλλάσσομαι) από τα καθήκοντα.

    Большой русско-греческий словарь > удалить

  • 16 вертеться

    вертеть||ся
    1. στρέφομαι, περιστρέφομαι·
    2. (постоянно находиться, мешать) разг στριφογυρίζω, περιφέρομαι, κλωθογυρίζω:
    \вертетьсяся под ногами μπλέκομαι στά πόδια κάποιου, τριγυρίζω (или στριφογυρίζω) κοντά σέ κάποιον
    3. (изворачиваться) разг ξεφεύγω, ξεγλυστράω, ὑπεκφεύγω:
    не вертись, говори́ правду! μήν τά κλώθεις (или μήν τά μασᾶς), πές τήν ἀλήθεια!-как ни вертись, а придется тебе это сделать δσο κι ἀν ἀποφεύγεις στό τέλος θ'ἀναγκαστεΐς νά τό κάνεις· ◊ это слово вертится у меня на языке (или в голове) αὐτή ἡ λέξη στριφογυρίζει στό μυαλό μου, δέν ξεκολλάει ἀπ' τό μυαλό μου.

    Русско-новогреческий словарь > вертеться

  • 17 вильнуть

    вильнуть
    сов, вилять несов
    1. (хвостом) κουνῶ τήν οὐρά[ν], σείω τήν οὐρά[ν]·
    2. перен разг ξεφεύγω, τά κλώθω, ὑπεκφεύγω.

    Русско-новогреческий словарь > вильнуть

  • 18 вкрадываться

    вкрадываться
    несов
    1. (входить тайком) μπαίνω κρυφά, τρυπώνω, μπαίνω μέσα λαθραία, παρεισδύω·
    2. (случайно попадать) ξεφεύγω, διαφεύγω τήν προσοχή

    Русско-новогреческий словарь > вкрадываться

  • 19 выкрутиться

    выкрутить||ся
    (выпутываться) разг ξεφεύγω, ξεμπερδεύω, γλυτώνω.

    Русско-новогреческий словарь > выкрутиться

  • 20 выпадать

    выпадать
    несов
    1. (вываливаться) πέφτω, πίπτω/ ξεφεύγω, διαφεύγω, (ξε)γλι-στρῶ (выскальзывать)·
    2. (об осадках) πέφτω, πίπτω:
    3. (доставаться) τυχαίνω, λαχαίνω, λαγχάνω:
    \выпадать на долю λαχαίνω, εἶναι τῆς τύχης μου· ему выпало счастье είχε τήν εὐτυχία· мне выпал жребий μοῦ ἔλαχε ὁ κλήρος.

    Русско-новогреческий словарь > выпадать

См. также в других словарях:

  • ξεφεύγω — ξεφεύγω, ξέφυγα βλ. πίν. 228 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεφεύγω — 1. κατορθώνω να διαφύγω από κάποιον που μέ καταδιώκει ή να αποφύγω κάτι που μέ βασανίζει, γλυτώνω από κάποιον ή από κάτι 2. περνώ απαρατήρητος, δεν επισημαίνομαι («ξέφυγε ένα σοβαρό λάθος στο κείμενο») 3. αλλάζω θέμα συζήτησης με επιτήδειο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ξεφεύγω — ξέφυγα 1. γλιτώνω, διαφεύγω από δυσκολία ή κίνδυνο, αποφεύγω κάτι: Οι ληστές ξέφυγαν από τα χέρια της αστυνομίας. 2. εκτρέπομαι, πάω σε άλλο θέμα κατά τη συζήτηση ή ομιλία: Ο ομιλητής ξέφυγε από το θέμα. 3. (στο τρίτο πρόσωπο), ξεφεύγει φεύγει,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξωφεύγω — ξεφεύγω, απομακρύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + φεύγω] …   Dictionary of Greek

  • εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… …   Dictionary of Greek

  • εξολισθαίνω — (AM ἐξολισθαίνω και ἐξολισθάνω) [ολισθάνω] 1. ξεφεύγω από τη θέση μου, ξεγλιστρώ 2. φεύγω από τον ίσιο δρόμο, παρεκτρέπομαι αρχ. 1. ξεφεύγω, διαφεύγω 2. (για φύλλα) πέφτω 3. ξεφεύγω από τη μνήμη …   Dictionary of Greek

  • απονήχομαι — ἀπονήχομαι (Α) 1. ξεφεύγω κολυμπώντας, κολυμπώ μακριά 2. ξεφεύγω …   Dictionary of Greek

  • γλιστρώ — ( άω) (Μ γλιστρῶ, όω και ἐγλιστρῶ, άω) 1. παραπατώ 2. πέφτω από γλίστρημα 3. μτφ. ξεφεύγω μ επιδεξιότητα («σε πολλές βρομοδουλειές είναι μέσα, μα πάντα γλιστρά») νεοελλ. 1. (για πράγμα) γλιστρώντας πέφτω κάτω 2. είμαι ολισθηρός 3. ξεφεύγω κατά… …   Dictionary of Greek

  • διαφεύγω — (ΑΝ) 1. ξεφεύγω, γλυτώνω, φεύγω μακριά από κάποιον ή κάτι, δραπετεύω 2. ξεφεύγω την προσοχή ή τη μνήμη κάποιου, λησμονούμαι, δεν γίνομαι αντιληπτός («μού διαφεύγει τό όνομά του») νεοελλ. γλιστρώ («το βιβλίο διέφυγε από τα χέρια του») μσν. φεύγω… …   Dictionary of Greek

  • διεκπίπτω — (Μ διεκπίπτω) [εκπίπτω] μσν. νεοελλ. (για παροιμίες, φράσεις, λέξεις κ.λπ.) παίρνω άλλη σημασία, διαμορφώνομαι αρχ. 1. εξέρχομαι, ξεφεύγω μέσα από κάτι 2. διαφεύγω, ξεφεύγω 3. αφιδρώνω 4. καταφεύγω («φυγεῑν ἐκ Κορίνθου καὶ διεκπεσεῑν εἰς Θήβας»)… …   Dictionary of Greek

  • διεκφεύγω — (Α) [εκφεύγω] 1. ξεφεύγω μέσα από κάτι, διαφεύγω 2. (με αντικ. που δείχνει ότι υπάρχει ή επίκειται κίνδυνος) ξεφεύγω, ξεγλιστρώ («οὕτω δὲ τὸν κίνδυνον διεκφυγόντες», Πλούτ.) νεοελλ. (αναφορικά με τη νόηση) ξεπερνώ τη διανοητική ικανότητα κάποιου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»