Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γευστήριον

См. также в других словарях:

  • γευστήριον — γευστήριον, το (Α) [γεύομαι] ποτήρι με το οποίο δοκιμάζει κάποιος ένα ποτό …   Dictionary of Greek

  • γευστήριον — cup for tasting with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γευστηρίοις — γευστήριον cup for tasting with neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γευστηρίου — γευστήριον cup for tasting with neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»