-
1 γεύστριον
A = γευστήριον, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεύστριον
-
2 προγεύστης
A one who tastes before, Plu.2.990a, Ath.4.171b: fem. [suff] προ-γευστρίς, ίδος, ὄσφρησις Ph.1.170
, cf. 603.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προγεύστης
См. также в других словарях:
προγευστρίς — ίδος, ἡ, Α (ως θηλ. τού προγεύστης) 1. αυτή που δοκιμάζει κάτι από πριν με τη γεύση 2. φρ. «προγευστρὶς ὄσφρησις» η όσφρηση που δοκιμάζει τα εδέσματα προτού να τά δοκιμάσει η γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γευστρίς (< γεύομαι + επίθημα τρίς)] … Dictionary of Greek