-
1 γευστικός
γευστικός, zum Kosten gehörig, kostend, αἰσϑητήρια Arist. anim. 3, 10; Sp. αἴσϑησις, auch δύναμις, Schmeckorgan, -vermögen. – Adv., γευστικῶς ἔχειν Schol. Il. 5, 661.
-
2 γευστικος
-
3 γευστικός
-
4 γευστικός
[гефстикос] επ вкусный, вкусовой. -
5 γευστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γευστικός
-
6 γευστικός
tastyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > γευστικός
-
7 οἰνο-γευστικός
οἰνο-γευστικός, ή, όν, zum Weinkosten gehörig, ἡ οἰνογευστική, die Kunst, den Wein zu kosten, Sext. Empir. adv. mus. 33.
-
8 γευστικά
γευστικόςof: neut nom /voc /acc plγευστικά̱, γευστικόςof: fem nom /voc /acc dualγευστικά̱, γευστικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 γευστικόν
γευστικόςof: masc acc sgγευστικόςof: neut nom /voc /acc sg -
10 γευστικαί
γευστικόςof: fem nom /voc pl -
11 γευστικοί
γευστικόςof: masc nom /voc pl -
12 γευστική
γευστικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
13 γευστικήν
γευστικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
14 γευστικών
-
15 γευστικῶν
-
16 γευστική
-
17 γευστικῇ
-
18 γευστικής
-
19 γευστικῆς
-
20 γευστικοίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γευστικός — ή, ό (AM γευστικός, ή, όν) [γεύομαι] αυτός που αναφέρεται στη γεύση, ο σχετικός με τη γεύση («γευστικοί κάλυκες», «γευστικά κύτταρα», «γευστικόν αἰσθητήριον» το όργανο τής γεύσης) νεοελλ. αυτός που έχει ευχάριστη γεύση, ο εύγευστος, ο νόστιμος… … Dictionary of Greek
γευστικός — ή, ό 1.ο σχετικός με τη γεύση: Η γλώσσα είναι γευστικό όργανο. 2. νόστιμος: Μου πρόσφερε γευστικά εδέσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γευστικά — γευστικός of neut nom/voc/acc pl γευστικά̱ , γευστικός of fem nom/voc/acc dual γευστικά̱ , γευστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστικῶν — γευστικός of fem gen pl γευστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστικόν — γευστικός of masc acc sg γευστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστικαί — γευστικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστικοῖς — γευστικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστικοί — γευστικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστικοῦ — γευστικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστικῆς — γευστικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστικῇ — γευστικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)