-
1 γεύομαι
γεύομαι fut. γεύσομαι, 1 aor. ἐγευσάμην (Hom. et al.; pap, LXX; TestReub 1:10 [v.l. ἔφαγον]; TestZeb 4:2; TestJos 6:3; JosAs 10:20; ApcEsdr 7:1 p. 32, 8 Tdf.; ApcMos, Philo, Joseph.) to have perception of someth. either by mouth or by experience, esp. in ref. to relatively small quantity.① to partake of someth. by mouth, taste, partake of w. acc. (rarely in Gk. lit. with this verb [for acc. w. verbs of consumption, but not γεύομαι, s. Kühner-G. I 356, 2]: Anth. Pal. 6, 120 ἔρσης ἰκμάδα γευόμενος ‘tasting the juicy dew’; also Sb 1106 οἱ συμπόσιον γευόμενοι; 1 Km 14:43; Job 12:11; 34:3; Tob 7:12 BA) water J 2:9. μηδὲν εἰ μὴ ἄρτον καὶ ὕδωρ Hs 5, 3, 7. W. gen. of thing (Crates, Ep. 14 ἰχθύος κ. οἴνου; Dio Chrys. 2, 47; POxy 658, 12; 1576, 4 τοῦ οἴνου; 1 Km 14:24; 2 Km 3:35 al.): a meal=take part in it Lk 14:24. μηδενός (Jos., Ant. 7, 42) Ac 23:14; poisonous plants ITr 11:1. The obj. of the verb is indicated by the context Mt 27:34; Ac 20:11. μὴ ἅψῃ μηδὲ γεύσῃ μηδὲ θίγῃς Col 2:21 (s. ἅπτω 3).—Abs. with apparent ref. to the initial phase of dining γεύομαι= eat (ins Sb 1944; Tob 2:4 BA ‘left his meal untouched’; Jos., Ant. 6, 119 ‘taste’ in contrast to ‘eat’ [ἐσθίω]; 338 the witch of Endor urges Saul to ‘take some food’ [in contrast to his fasting]; cp. Appian, Bell. Civ. 2, 98 §407 ‘dine’) Ac 10:10.② to experience someth. cognitively or emotionally, come to know someth. fig. ext. of 1 (Hom. et al.; Pr 31:18; Pfuhl-Möbius II, 1310, 8 ‘taste of words’, or lit.). W. gen. of thing (Pind., N. 6, 24 πόνων; Hdt. 6, 5 ἐλευθερίης; Lycophron vs. 1431 φυγῆς [of Xerxes]; Dio Chrys. 15 [32], 72 πολέμου; Ael. Aristid. 28, 60 K.=49 p. 510 D.: ἀλαζονείας; Maximus Tyr. 33, 4c ἡδονῶν): θανάτου (analogous to rabb. טָעַם מִיתָה [Billerb. I 751f; 4 Esdr 6:26]; Leonidas in Anth. Pal. 7, 662 ἀδελφὸν ἀστόργου γευσάμενον θανάτου; cp. γ. ζωῆς IGUR III, 1216, 1; s. HRüger, ZNW 59, ’68, 113f) Mt 16:28; Mk 9:1; Lk 9:27; J 8:52; Hb 2:9; Ox 654, 5 (where θανάτου is supplied)=ASyn. 247, 20; partake of knowledge 1 Cl 36:2 (cp. Herm. Wr. 10, 8 γ. ἀθανασίας; Philo, Virt. 188 σοφίας al.; Jos., Bell. 2, 158); obtain a gift Hb 6:4. W. acc. of thing (B-D-F §169): a word of God vs. 5. W. ὅτι foll.: γεύσασθαι ὅτι χρηστὸς ὁ κύριος experience the Lord’s kindness 1 Pt 2:3 (Ps 33:9); RPerdelwitz, D. Mysterienrel. u. d. Problem des 1 Pt 1911, 65ff.—B. 1030. DELG. M-M. New Docs 4, 41. TW. -
2 γεύομαι
γεύομαι вкушать что (τινός), пробовать на вкус -
3 γεύομαι
γεύομαι (γεύεται; ἐγεύσαντο)1 taste met.a feel, enjoy the taste of; experience, c. gen. γεύεται δ' ἀλκᾶς ἀπειράντου (sc. Κυράνα) P. 9.35γεύεται γὰρ ἀέθλων P. 10.7
μυριᾶν δἀρετᾶν ἀτελεῖ νόῳ γεύεται N. 3.42
ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἧλθον οἵ τε πόνων ἐγεύσαντο N. 6.24
γευόμενοι στεφάνων νικαφόρων (v. l. σευόμενοι) I. 1.21τὸ δἐμόν, οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν, κέαρ ὕμνων γεύεται I. 5.20
b have enjoyment of, enjoy the company of c. gen. εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι (δεύεται Σ̆γρ) N. 7.86 -
4 γεύομαι
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γεύομαι
-
5 γεύομαι
Grammatical information: v.Derivatives: γεῦμα `tasting' (Ion.-Att.), γεῦσις `id.' (Democr.), γευθμός `id.' (Nic.), γεύστης (Chios), γευστήριον (Com.); γευστικός (Arist.).Origin: IE [Indo-European] [399] *ǵeus- `taste'Etymology: The compound ἄ-γευσ-τος `not tasting, inexperienced' (Att.), proves abasis *γεύσ-ομαι, which agrees with Goth. kiusan, ON kjōsa `taste, choose', OHG OS kiosan. Further Skt. juṣáte, -ti `id.' and Lat. gustāre = OHG OS kostōn `taste'; also caus. Goth. kausjan (*ǵous-eie\/o-).Page in Frisk: 1,302Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γεύομαι
-
6 γεύομαι
(αόρ. γεύτηκα и εγεύθην)1) отведывать, пробовать; кушать; 2) перен. вкушать;γεύομαι τούς καρπούς των κόπων μου — вкушать плоды своих трудов;
3) церк, причащаться -
7 γεύομαι
{гл., 15}вкушать, пробовать, есть; перен. узнавать.Ссылки: Мф. 16:28; 27:34; Мк. 9:1; Лк. 9:27; 14:24; Ин. 2:9; 8:52; Деян. 10:10; 20:11; 23:14; Кол. 2:21; Евр. 2:9; 6:4, 5; 1Пет. 2:3.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γεύομαι
-
8 γεύομαι
{гл., 15}вкушать, пробовать, есть; перен. узнавать.Ссылки: Мф. 16:28; 27:34; Мк. 9:1; Лк. 9:27; 14:24; Ин. 2:9; 8:52; Деян. 10:10; 20:11; 23:14; Кол. 2:21; Евр. 2:9; 6:4, 5; 1Пет. 2:3.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γεύομαι
-
9 γεύομαι
вкушать, пробовать, есть; перен. узнавать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γεύομαι
-
10 γεύομαι
γεύωgive a taste: pres ind mp 1st sg -
11 γεύομαι
[гевомэ] ρ (παθ. φωνή) отведывать, угощаться. -
12 γεύομαι
tatmak, tadına bakmak -
13 γεύομαι
déguster -
14 γεύομαι
1) degustować czas.2) kosztować czas.3) próbować czas. -
15 γεύομαι
1) ochutnat2) ochutnávat3) okusit -
16 γεύομαι
1) sample2) savour3) tasteΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > γεύομαι
-
17 προ-απο-γεύομαι
προ-απο-γεύομαι, vorkosten, vorher davon kosten, Ios.
-
18 συγ-γεύομαι
συγ-γεύομαι, dep. med., mit od. zugleich losten, Schol. Ar. Pax 1115.
-
19 κατα-γεύομαι
κατα-γεύομαι, kosten, genau erforschen, τινός, Sp.; καταγευσϑείς erkl. Phot. u. Suid. τῇ γεύσει νικηϑείς.
-
20 δια-γεύομαι
δια-γεύομαι, durchkosten, Plut. Mar. 44.
См. также в других словарях:
γεύομαι — γεύομαι, γεύτηκα βλ. πίν. 18 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γεύομαι — και γεύω (AM γεύομαι και γεύω) Ι. γεύομαι 1. τρώω, γευματίζω 2. δοκιμάζω με τη γλώσσα 3. αποκτώ ευχάριστη ή δυσάρεστη εμπειρία αρχ. 1. δοκιμάζω να κάνω κάτι, προσπαθώ 2. οσφραίνομαι, μυρίζω. II. γεύω προσφέρω γεύμα σε κάποιον αρχ. 1. δίνω σε… … Dictionary of Greek
γεύομαι — γεύτηκα 1. δοκιμάζω τη γεύση: Γεύτηκα το ψητό και μου φάνηκε πολύ νόστιμο. 2. μτφ., αποκτώ εμπειρία: Γεύτηκε με το παραπάνω τις χαρές της ζωής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεύομαι — γεύω give a taste pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… … Dictionary of Greek
νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… … Dictionary of Greek
συγγεύομαι — Α [γεύομαι] γεύομαι επίσης … Dictionary of Greek
ĝeus- — ĝeus English meaning: to taste; to enjoy [“ savor, enjoy, taste “, in the Gmc. and Celt. “choose”, in Indo Iran. and AlbO.N. “love”] Material: O.Ind. jō ṣ ati, juṣátē “kostet, enjoys, liebt”, jōsa yatē “findet whereof pleasure”, jō … Proto-Indo-European etymological dictionary
άγευστος — η, ο (Α ἄγευστος, ον) 1. αυτός που δεν έχει γεύση 2. αυτός που δεν έχει ωραία γεύση, ανούσιος, άνοστος 3. αυτός που δεν δοκίμασε, που δεν γνώρισε κάτι, άπειρος, ανίδεος αρχ. 1. αυτός που δεν γεύεται ή δεν γεύτηκε κάτι 2. νηστικός 3. αυτός που δεν … Dictionary of Greek
άγευτος — η, ο [γεύομαι] 1. αυτός που δεν γεύτηκε κάτι, που δεν έφαγε 2. ο άγευστος* … Dictionary of Greek
άπαστος — ἄπαστος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει φάει ή απέχει από την τροφή, ο άσιτος 2. αυτός που δεν έχει γευθεί ή δοκιμάσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πατέομαι «τρώω ή πίνω από κάτι, γεύομαι κάτι»] … Dictionary of Greek