-
41 γερουσίαις
γερούσιαςmember of the: masc dat plγερούσιοςfor: fem dat plγερουσίαCouncil of Elders: fem dat pl -
42 gerusia
gerūsia, ae, Akk. ān, f. (γερουσία), I) das Sitzungsgebäude des Rates der Alten bei den Griechen, das Rathaus (lat. senaculum), Varro LL. 5, 156. Paul. ex Fest. 94, 13. – II) das öffentl. Pflegehaus für alte um den Staat verdiente Männer, Vitr. 2, 8, 10. Plin. 35, 172. Plin. ep. 10, 33 (42), 1. -
43 1087
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1087
-
44 senate
['senət]1) (a lawmaking body, especially the upper house of the parliament in some countries.) γερουσία2) (in ancient Rome, the chief legislative and administrative body.) σύγκλητος•- senator -
45 сенат
[σινάτ] ουσ. α. γερουσία -
46 πρεσβύτερος
-α,-ον + A 38-70-30-14-54=206 Gn 18,11.12; 19,4.31(bis)comp., derived from πρέσβυς; older, old Gn 18,11; older (in comparison with νεώτερος) Gn 19,31; elder, official (mostly pl.) Ps 106(107),32; ὁ πρεσβύτερος old man Prv 20,29; οἱ πρεσβύτεροι the elders Gn 50,7; officials, members of councils (syn. of γερουσία) Ex 24,1ἀπὸ νεανίσκου ἕως πρεσβυτέρου from young to old, both young and old Gn 19,4Cf. BICKERMAN 1980, 48; ENGEL 1985 88.116.167-168; HORSLEY 1983, 138; LEE, J. 1983, 61; WALTERS1973, 53-54; WEVERS 1990 35.571; 1993 283.342; →NIDNTT; PREISIGKE; TWNT -
47 сенат
[σινάτ] ουσ α γερουσία -
48 сенат
-а α.1. η ρωμαίκή σύγκλητος.2. ανώτατο δικαστικό όργανο (προεπαναστατικά).3. η γερουσία. -
49 γεροντεία
γεροντ-εία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεροντεία
-
50 γεροντία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεροντία
-
51 γερουσιαστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερουσιαστής
-
52 γερούσιας
A member of the γερουσία at Sparta, IG5(1).31, al.: pl., ib.62.19; also, official of a guild, ib.206, 209.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερούσιας
-
53 γερωΐα
-
54 κήδω
Aἔκηδον Il.5.404
, [dialect] Ep.κήδεσκον Od.23.9
: [tense] fut.κηδήσω Il.24.240
:—[voice] Med. and [voice] Pass., [tense] pres. in Hom., etc.; [dialect] Dor.imper.: [dialect] Ep. [tense] impf.κηδέσκετο Od.22.358
: [tense] fut. κεκᾰδήσομαι Il. 8.353: [tense] aor. imper. (lyr.): [tense] pf. κέκηδα (in [tense] pres. sense) Tyrt.12.28.I [voice] Act., trouble, distress, c.acc.pers.,ὃς τόξοισιν ἔκηδε θεούς Il.5.404
; μῆλα δὲ κήδει (sc. χειμών) 17.550;ὅττι ἑ κήδοι Od.9.402
;ὅτι μ' ἤλθετε κηδήσοντες Il.24.240
;Λύγδαμιν οὐ γὰρ ἐμὴ τῆμος ἔκηδε κάσις Call.Aet.3.1.23
:—[voice] Act. only in [dialect] Ep. and Eleg.II [voice] Med. and [voice] Pass., to be concerned, care for..: c. gen., of persons or cities,κήδετο γὰρ Δαναῶν Il.1.56
; τίη δὲ σὺ κήδεαι οὕτως ἀνδρῶν; 6.55; , cf. 11.665;ὅς τέ μευ κηδέσκετο παιδὸς ἐόντος Od.22.358
, cf. Hdt.1.209, 9.45, S.Aj. 203 (anap.), Th.6.14, Pl.Chrm. 173a, Ph.1.359, etc.;Ἄργεος Call. Lav.Pall.
l.c.; mourn for..,Epigr.Gr.
243.25 (Pergam.): c. gen.rei,τῶν ἀλφίτων Ar.Nu. 106
;τῆς πολιτείας Arist.Pol. 1320a6
;τῶν ἔργων POxy.1682.13
(iv A.D.): folld. by a Verb,κ. μὴ ἀπόλωνται Hdt.7.220
;κ.ἵνα μὴ δύῃ Pl.Plt. 273d
;κ. φόβῳ τοῦ πνιγῆναι Aët.8.63
: abs. in part. κηδόμενος, η, ον, caring for a person, anxious,φιλέουσά τε κηδομένη τε Il.1.196
; ἀνέρι κηδομένῳ distressed, 16.516; freq.in Hom. at end of verse, κηδόμενός περ, κηδομένη περ, Il.7.110, 1.586;εὐνοῶν τε καὶ κ. Ar.Nu. 1410
; [dialect] Dor.καδόμενος Pi.O.6.47
.2 Inscrr., take charge of,τοῦ μνημείου τούτου ἡ γερουσία κ. SIG1244
(Cos, ii/iii A.D.), cf. 1228 (Ephesus, iii A.D.). -
55 λειτουργός
A one who performed a λειτουργία (q.v.), POxy.82.3 (iii A.D.), etc.; λ. τῶνἐν παισὶ λειτουργιῶν CIG2881.13
, cf. 2882, 2886 ([place name] Branchidae).II public servant, ἡ στάσις τῶν λ. [τοῦ Σαλομῶνος] LXX 3 Ki.10.5; of workmen, carpenters, etc.,οἰκοδόμοι καὶ λ. PPetr.3p.139
(iii B.C.), cf. Plb.3.93.5; at Magnesia, an official of the γερουσία, Inscr.Magn.116.17; = Lat. lictor, Plu.Rom.26: metaph., λ. τῆς χρείας μου ministering to my need, Ep.Phil.2.25.III in religioussense, minister, [ θεοῦ] ib.Ps.102(103).21, Ep.Rom.13.6, al.;τῶν θεῶν D.H.2.22
, cf. 73;τῶν ἁγίων λ. Ep.Hebr.8.2
; θεοῖς λιτουργοί (sic) Rev.Et.Anc.32.5 (Athens, i B.C.); attendant at sacrifices, acolyte, IG3.1005, al.IV Astrol., λειτουργοί, οἱ, astral gods subordinate to the δεκανοί, Iamb.Myst.9.2, Firm.2.4.4, Mart.Cap.2.200.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λειτουργός
-
56 πατρογέρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατρογέρων
-
57 προβουλεύω
A contrive or concert measures before,ὅπως μηδὲν δεήσει Th.3.82
;ὅπως ἂν ῥήϊστα ἐσχηματις μένος ᾖ Hp. Art.52
; opp. μετανοέω, Democr.66 ([voice] Med.); μὴ προβουλεύσας without premeditation, Arist.EN 1135b20:—[voice] Med., debate, consider first, τι Hdt.1.133: abs., X.Cyr.4.3.17, Arist.EN 1135b10;πρὸς ἕκαστα Hp. Prog.1
:—[voice] Pass.,τὸ προβεβουλευμένον Arist.EN 1112a15
.2 of the βουλή at Athens and elsewh., frame or pass a προβούλευμα, X.HG1.7.7;ἡ βουλὴ ταῦτα προὐβεβουλεύκει D.19.34
; ;τὴν βουλὴν προβουλεύσασαν ἐξενεγκεῖν εἰς τὸν δῆμον IG12.66.17
, 110.37; of a board ofπρόβουλοι, π. περί τινος Th.8.1
, Arist.Pol. 1298b30; of the Spartan γερουσία, Plu. Agis 11; τὸ προβεβουλευμένον, = Lat. senatusconsultum, Plb.6.16.2: impers. in [voice] Pass., προβεβούλευται ὅπως ἂν.. it has been decreed that.., Ar.Ec. 623; τῇ βουλῇ προβεβ., c.acc. et inf., X.HG7.1.2.II to have the chief voice in counsel, X.Cyr.8.7.9.III π. τινός deliberate for one, provide for his interest, Ar.Eq. 1342, X.An.3.1.37; τοῦ δήμου for or before the people, Arist.Pol. 1299b33.IV [voice] Med., make up one's mind beforehand, prejudge a case, Hp.Fract. 1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβουλεύω
-
58 προεπικοινόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεπικοινόω
-
59 συγκαθέζομαι
A sit down together, Pl.Tht. 162d, Prt. 317e, Isoc. 12.18; of a body of people,γερουσία Plu.Marc.23
; τοῖς ἄρχουσιν συγκαθεσθείς their assessor, TAM2(1).186 ([place name] Sidyma).II crouch down, cower, Plu.2.970e ( συνεκαθεζόμην and its part. are [tense] aor. exc. in Plu.Marc.l.c.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκαθέζομαι
-
60 ἀρχιγέρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχιγέρων
См. также в других словарях:
γερουσία — γερουσίᾱ , γερούσιας member of the masc nom/voc/acc dual γερούσιας member of the masc voc sg γερουσίᾱ , γερούσιας member of the masc voc sg (attic) γερουσίᾱ , γερούσιας member of the masc gen sg (doric aeolic) γερούσιας member of the masc nom… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερουσίᾳ — γερουσίαι , γερούσιας member of the masc nom/voc pl γερουσίᾱͅ , γερούσιας member of the masc dat sg (attic doric aeolic) γερουσίᾱͅ , γερούσιος for fem dat sg (attic doric aeolic) γερουσίαι , γερουσία Council of Elders fem nom/voc pl γερουσίᾱͅ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερουσία — Συνέδριο γερόντων, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, που συσκέπτονται για τα κοινά ως πολιτικό σώμα. Ο θεσμός της γ. είναι πολύ παλιός και η πρώτη γνωστή σε μας γ. ήταν οι γέροντες στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια που συμβούλευαν τον άνακτα και… … Dictionary of Greek
γερουσία — η 1.η σύγκλητος της αρχαίας Ρώμης. 2. νομοθετικό σώμα σε πολλά συνταγματικά κράτη, η άνω βουλή: Η γερουσία ψήφισε αρνητικά. 3. (περιλ.) το σύνολο ή μια ομάδα γέρων με συντηρητικές απόψεις: Βαρέθηκα να συζητώ με τη γερουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γερουσίας — γερουσίᾱς , γερούσιας member of the masc acc pl γερουσίᾱς , γερούσιας member of the masc nom sg (attic epic doric aeolic) γερουσίᾱς , γερούσιος for fem acc pl γερουσίᾱς , γερούσιος for fem gen sg (attic doric aeolic) γερουσίᾱς , γερουσία… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερουσίαν — γερουσίᾱν , γερούσιας member of the masc acc sg (attic epic doric aeolic) γερούσιας member of the masc acc sg γερουσίᾱν , γερούσιος for fem acc sg (attic doric aeolic) γερουσίᾱν , γερουσία Council of Elders fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГЕРУСИЯ — • Γερουσία (βουλὴ γερόντων), совет старшин, название учреждения, имевшего высшую власть в аристократических государствах (см. Βουλή, Буле). В Спарте Г. состояла из 28, а если считать обоих царей, имевших голос и председательство в… … Реальный словарь классических древностей
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
γερουσίαι — γερούσιας member of the masc nom/voc pl γερουσίᾱͅ , γερούσιας member of the masc dat sg (attic doric aeolic) γερουσίᾱͅ , γερούσιος for fem dat sg (attic doric aeolic) γερουσία Council of Elders fem nom/voc pl γερουσίᾱͅ , γερουσία Council of… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)