-
21 senát
γερουσία -
22 senate
γερουσία -
23 senat
γερουσία -
24 γερουσίας
γερουσίᾱς, γερούσιαςmember of the: masc acc plγερουσίᾱς, γερούσιαςmember of the: masc nom sg (attic epic doric aeolic)γερουσίᾱς, γερούσιοςfor: fem acc plγερουσίᾱς, γερούσιοςfor: fem gen sg (attic doric aeolic)γερουσίᾱς, γερουσίαCouncil of Elders: fem acc plγερουσίᾱς, γερουσίαCouncil of Elders: fem gen sg (attic doric aeolic) -
25 γερουσίαν
γερουσίᾱν, γερούσιαςmember of the: masc acc sg (attic epic doric aeolic)γερούσιαςmember of the: masc acc sgγερουσίᾱν, γερούσιοςfor: fem acc sg (attic doric aeolic)γερουσίᾱν, γερουσίαCouncil of Elders: fem acc sg (attic doric aeolic) -
26 senato
γερουσία, σύγκλητος -
27 γερουσίαι
γερούσιαςmember of the: masc nom /voc plγερουσίᾱͅ, γερούσιαςmember of the: masc dat sg (attic doric aeolic)γερουσίᾱͅ, γερούσιοςfor: fem dat sg (attic doric aeolic)γερουσίαCouncil of Elders: fem nom /voc plγερουσίᾱͅ, γερουσίαCouncil of Elders: fem dat sg (attic doric aeolic) -
28 γεροντια
-
29 γερωια
-
30 γεροντία
γεροντίᾱ, γεροντίαfem nom /voc /acc dualγεροντίᾱ, γεροντίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)γεροντίᾱ, γεροντίαςfather's father: masc nom /voc /acc dualγεροντίαςfather's father: masc voc sgγεροντίᾱ, γεροντίαςfather's father: masc voc sg (attic)γεροντίᾱ, γεροντίαςfather's father: masc gen sg (doric aeolic)γεροντίαςfather's father: masc nom sg (epic)γεροντίᾱ, γεροντιάωgrow old: pres imperat act 2nd sgγεροντίᾱ, γεροντιάωgrow old: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)γεροντίᾱ, γερουσίαCouncil of Elders: fem nom /voc /acc dual (doric)γεροντίᾱ, γερουσίαCouncil of Elders: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
31 γεροντίας
γεροντίᾱς, γεροντίαfem acc plγεροντίᾱς, γεροντίαfem gen sg (attic doric aeolic)γεροντίᾱς, γεροντίαςfather's father: masc acc plγεροντίᾱς, γεροντίαςfather's father: masc nom sg (attic epic doric aeolic)γεροντίᾱς, γεροντιάωgrow old: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)γεροντίᾱς, γερουσίαCouncil of Elders: fem acc pl (doric)γεροντίᾱς, γερουσίαCouncil of Elders: fem gen sg (attic doric aeolic) -
32 gerusia
gerūsia, ae, Akk. ān, f. (γερουσία), I) das Sitzungsgebäude des Rates der Alten bei den Griechen, das Rathaus (lat. senaculum), Varro LL. 5, 156. Paul. ex Fest. 94, 13. – II) das öffentl. Pflegehaus für alte um den Staat verdiente Männer, Vitr. 2, 8, 10. Plin. 35, 172. Plin. ep. 10, 33 (42), 1.
-
33 γερωσία
γερωσία, ἡ, od. γερωχία, γερωΐα, Ar. Lys. 980, laconisch, = γερουσία.
-
34 γεροντία
γεροντία, ἡ, Versammlung der Geronten in Sparta, Xen. Lac. 10, 1, = γερουσία.
-
35 προβουλευω
тж. med.1) заблаговременно обдумывать или решать, тж. предусматривать(ἐπιβουλεύειν καὴ π. Thuc.)
μέ προβουλεύσας Arst. — необдуманно;προβουλεύεσθαί τι Her. — подвергать что-л. (предварительному) обсуждению;τὸ προβεβουλευμένον Arst. — заранее обдуманное2) ( об афинской βουλή, спартанской γερουσία или римск. сенате) выносить (предварительное) постановление, принимать решение(περί τινος Thuc., Arst.)
τὸ προβεβουλευμένον ὑπὸ τῆς βουλῆς Polyb. — постановление совета пятисот;δωρεαὴ προβεβουλευμέναι Dem. — предусмотренные советом пятисот награды3) печься, заботиться о (чьих-л.) интересах(π. τοῦ πλήθους Xen.; π. τοῦ δήμου Arst.)
4) иметь руководящий голосτὸ π. καὴ τὸ ἡγεῖσθαι Xen. — председательствование в государственном совете и государственное управление
-
36 συγκαθεζομαι
(fut. συγκαθεδοῦμαι)1) садиться рядом или вместе2) заседать(συγκαθεζομένῃ τῇ γερουσίᾳ Plat.)
3) сидеть на корточках Plut. -
37 сенат
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сенат
-
38 сенат
сенатм ἡ γερουσία. -
39 γέρων
ὁ γέρων, γέροντος старик; старый (→ γερουσία совет старейшин; ср. геронтология - область медицины, занимающаяся старением) -
40 γεροντίαις
γεροντίαfem dat plγεροντίαςfather's father: masc dat plγερουσίαCouncil of Elders: fem dat pl (doric)
См. также в других словарях:
γερουσία — γερουσίᾱ , γερούσιας member of the masc nom/voc/acc dual γερούσιας member of the masc voc sg γερουσίᾱ , γερούσιας member of the masc voc sg (attic) γερουσίᾱ , γερούσιας member of the masc gen sg (doric aeolic) γερούσιας member of the masc nom… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερουσίᾳ — γερουσίαι , γερούσιας member of the masc nom/voc pl γερουσίᾱͅ , γερούσιας member of the masc dat sg (attic doric aeolic) γερουσίᾱͅ , γερούσιος for fem dat sg (attic doric aeolic) γερουσίαι , γερουσία Council of Elders fem nom/voc pl γερουσίᾱͅ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερουσία — Συνέδριο γερόντων, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, που συσκέπτονται για τα κοινά ως πολιτικό σώμα. Ο θεσμός της γ. είναι πολύ παλιός και η πρώτη γνωστή σε μας γ. ήταν οι γέροντες στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια που συμβούλευαν τον άνακτα και… … Dictionary of Greek
γερουσία — η 1.η σύγκλητος της αρχαίας Ρώμης. 2. νομοθετικό σώμα σε πολλά συνταγματικά κράτη, η άνω βουλή: Η γερουσία ψήφισε αρνητικά. 3. (περιλ.) το σύνολο ή μια ομάδα γέρων με συντηρητικές απόψεις: Βαρέθηκα να συζητώ με τη γερουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γερουσίας — γερουσίᾱς , γερούσιας member of the masc acc pl γερουσίᾱς , γερούσιας member of the masc nom sg (attic epic doric aeolic) γερουσίᾱς , γερούσιος for fem acc pl γερουσίᾱς , γερούσιος for fem gen sg (attic doric aeolic) γερουσίᾱς , γερουσία… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερουσίαν — γερουσίᾱν , γερούσιας member of the masc acc sg (attic epic doric aeolic) γερούσιας member of the masc acc sg γερουσίᾱν , γερούσιος for fem acc sg (attic doric aeolic) γερουσίᾱν , γερουσία Council of Elders fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГЕРУСИЯ — • Γερουσία (βουλὴ γερόντων), совет старшин, название учреждения, имевшего высшую власть в аристократических государствах (см. Βουλή, Буле). В Спарте Г. состояла из 28, а если считать обоих царей, имевших голос и председательство в… … Реальный словарь классических древностей
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
γερουσίαι — γερούσιας member of the masc nom/voc pl γερουσίᾱͅ , γερούσιας member of the masc dat sg (attic doric aeolic) γερουσίᾱͅ , γερούσιος for fem dat sg (attic doric aeolic) γερουσία Council of Elders fem nom/voc pl γερουσίᾱͅ , γερουσία Council of… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)