-
1 γερουσία
γερουσίᾱ, γερούσιαςmember of the: masc nom /voc /acc dualγερούσιαςmember of the: masc voc sgγερουσίᾱ, γερούσιαςmember of the: masc voc sg (attic)γερουσίᾱ, γερούσιαςmember of the: masc gen sg (doric aeolic)γερούσιαςmember of the: masc nom sg (epic)γερουσίᾱ, γερούσιοςfor: fem nom /voc /acc dualγερουσίᾱ, γερούσιοςfor: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)γερουσίᾱ, γερουσίαCouncil of Elders: fem nom /voc /acc dualγερουσίᾱ, γερουσίαCouncil of Elders: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————γερουσίαι, γερούσιαςmember of the: masc nom /voc plγερουσίᾱͅ, γερούσιαςmember of the: masc dat sg (attic doric aeolic)γερουσίᾱͅ, γερούσιοςfor: fem dat sg (attic doric aeolic)γερουσίαι, γερουσίαCouncil of Elders: fem nom /voc plγερουσίᾱͅ, γερουσίαCouncil of Elders: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 γερουσία
γερουσία, ας, ἡ (s. next; Eur., X.+; s. OGI index VIII; Thieme 16; SEG XXXIX, 1318, 2; XL, 1121, 5 [both II A.D.]; APF 3, 1906, 138 no. 21, 5; PRyl 599, 12; LXX; Philo, In Flacc. 76; 80, Leg. ad Gai. 229; Joseph. Of various boards or councils [e.g. the Roman Senate: Diod S 14, 113, 7 and 8], some having a sacred character [SIG 1112, 1f ἔδοξεν τῇ ἱερᾷ γερουσίᾳ τοῦ Σωτῆρος Ἀσκληπιοῦ; the ἱερὰ γερουσία of Eleusis IG III, 702, 2; 10]) council of elders, esp. the Sanhedrin in Jerusalem (Jdth 4:8; 1 Macc 12:6; 2 Macc 1:10 al.; Jos., Ant. 13, 166) Ac 5:21 (on the juxtaposition of συνέδριον and γερουσία cp. IGR IV, 836, 8 τῷ σεμνοτάτῳ συνεδρίῳ γερουσίας). GJs 4:3; 6:2.—Schürer II 199–209. DELG s.v. γέρων. M-M. TW. -
3 γερουσία
-
4 γερουσια
ἥ2) совет старейшин, верховный совет (во Фригии Eur., в Карфагене Arst.)3) ( в Риме) сенат Plut.4) посольство -
5 γερουσία
-
6 γερουσίᾳ
Βλ. λ. γερουσία -
7 γερουσία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γερουσία
-
8 γερουσία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γερουσία
-
9 γερουσία
η1) сенат; верхняя палата; 2) ист. герусия, совет старейшин; 3) ирон. «совет старейшин», «пикейные жилеты» (о стариках, рассуждающих о политике) -
10 γερουσία
совет старейшин (Синедрион в Иер.).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γερουσία
-
11 γερουσία
[герусиа] ουσ. в. сенат, верхняя палата,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γερουσία
-
12 γερουσία
-ας + ἡ N 1 26-1-0-0-8=35 Ex 3,16.18; 4,29; 12,21; 24,9council of elders, senateCf. BICKERMAN 1935a=1980 48 (n.15); DELCOR 1967a, 159 -
13 γερουσία
[герусиа] ουσ θ сенат, верхняя палата. -
14 γερουσία
γερουσί-α, ἡ,A Council of Elders, senate, E.Rh. 401: esp. at Sparta, D.20.107, Arist.Pol. 1270b24, IG5(2).345.10 (Orchom. Arc., ii/i B. C.); cf. γερωΐα and γεροντία; also of the Carthaginian Senate, Arist.Pol. 1272b37; and the Roman, Plu.2.789e, Jul.Or.2.97b; of the Jewish Sanhedrin, Act.Ap.5.21, cf. LXX Ex.3.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερουσία
-
15 γερουσία
senato -
16 γερουσία
sénat -
17 γερουσία
senat (m) rzecz. -
18 γερουσία
senát -
19 γερουσία
senateΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > γερουσία
-
20 sénat
γερουσία
См. также в других словарях:
γερουσία — γερουσίᾱ , γερούσιας member of the masc nom/voc/acc dual γερούσιας member of the masc voc sg γερουσίᾱ , γερούσιας member of the masc voc sg (attic) γερουσίᾱ , γερούσιας member of the masc gen sg (doric aeolic) γερούσιας member of the masc nom… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερουσίᾳ — γερουσίαι , γερούσιας member of the masc nom/voc pl γερουσίᾱͅ , γερούσιας member of the masc dat sg (attic doric aeolic) γερουσίᾱͅ , γερούσιος for fem dat sg (attic doric aeolic) γερουσίαι , γερουσία Council of Elders fem nom/voc pl γερουσίᾱͅ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερουσία — Συνέδριο γερόντων, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, που συσκέπτονται για τα κοινά ως πολιτικό σώμα. Ο θεσμός της γ. είναι πολύ παλιός και η πρώτη γνωστή σε μας γ. ήταν οι γέροντες στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια που συμβούλευαν τον άνακτα και… … Dictionary of Greek
γερουσία — η 1.η σύγκλητος της αρχαίας Ρώμης. 2. νομοθετικό σώμα σε πολλά συνταγματικά κράτη, η άνω βουλή: Η γερουσία ψήφισε αρνητικά. 3. (περιλ.) το σύνολο ή μια ομάδα γέρων με συντηρητικές απόψεις: Βαρέθηκα να συζητώ με τη γερουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γερουσίας — γερουσίᾱς , γερούσιας member of the masc acc pl γερουσίᾱς , γερούσιας member of the masc nom sg (attic epic doric aeolic) γερουσίᾱς , γερούσιος for fem acc pl γερουσίᾱς , γερούσιος for fem gen sg (attic doric aeolic) γερουσίᾱς , γερουσία… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερουσίαν — γερουσίᾱν , γερούσιας member of the masc acc sg (attic epic doric aeolic) γερούσιας member of the masc acc sg γερουσίᾱν , γερούσιος for fem acc sg (attic doric aeolic) γερουσίᾱν , γερουσία Council of Elders fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГЕРУСИЯ — • Γερουσία (βουλὴ γερόντων), совет старшин, название учреждения, имевшего высшую власть в аристократических государствах (см. Βουλή, Буле). В Спарте Г. состояла из 28, а если считать обоих царей, имевших голос и председательство в… … Реальный словарь классических древностей
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
γερουσίαι — γερούσιας member of the masc nom/voc pl γερουσίᾱͅ , γερούσιας member of the masc dat sg (attic doric aeolic) γερουσίᾱͅ , γερούσιος for fem dat sg (attic doric aeolic) γερουσία Council of Elders fem nom/voc pl γερουσίᾱͅ , γερουσία Council of… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)