-
1 γερουσια
ἥ2) совет старейшин, верховный совет (во Фригии Eur., в Карфагене Arst.)3) ( в Риме) сенат Plut.4) посольство -
2 γερουσία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γερουσία
-
3 γερουσία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γερουσία
-
4 γερουσία
η1) сенат; верхняя палата; 2) ист. герусия, совет старейшин; 3) ирон. «совет старейшин», «пикейные жилеты» (о стариках, рассуждающих о политике) -
5 γερουσία
совет старейшин (Синедрион в Иер.).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γερουσία
-
6 γερουσία
[герусиа] ουσ. в. сенат, верхняя палата,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γερουσία
-
7 γερουσία
[герусиа] ουσ θ сенат, верхняя палата. -
8 γεροντια
-
9 γερωια
-
10 προβουλευω
тж. med.1) заблаговременно обдумывать или решать, тж. предусматривать(ἐπιβουλεύειν καὴ π. Thuc.)
μέ προβουλεύσας Arst. — необдуманно;προβουλεύεσθαί τι Her. — подвергать что-л. (предварительному) обсуждению;τὸ προβεβουλευμένον Arst. — заранее обдуманное2) ( об афинской βουλή, спартанской γερουσία или римск. сенате) выносить (предварительное) постановление, принимать решение(περί τινος Thuc., Arst.)
τὸ προβεβουλευμένον ὑπὸ τῆς βουλῆς Polyb. — постановление совета пятисот;δωρεαὴ προβεβουλευμέναι Dem. — предусмотренные советом пятисот награды3) печься, заботиться о (чьих-л.) интересах(π. τοῦ πλήθους Xen.; π. τοῦ δήμου Arst.)
4) иметь руководящий голосτὸ π. καὴ τὸ ἡγεῖσθαι Xen. — председательствование в государственном совете и государственное управление
-
11 συγκαθεζομαι
(fut. συγκαθεδοῦμαι)1) садиться рядом или вместе2) заседать(συγκαθεζομένῃ τῇ γερουσίᾳ Plat.)
3) сидеть на корточках Plut. -
12 γέρων
ὁ γέρων, γέροντος старик; старый (→ γερουσία совет старейшин; ср. геронтология - область медицины, занимающаяся старением) -
13 1087
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1087
-
14 ke-ro-si-ja
subst. collectivum nom. sg. PY An 261: geronsia,cp. γερουσία 'совет старейшин'.
См. также в других словарях:
γερουσία — γερουσίᾱ , γερούσιας member of the masc nom/voc/acc dual γερούσιας member of the masc voc sg γερουσίᾱ , γερούσιας member of the masc voc sg (attic) γερουσίᾱ , γερούσιας member of the masc gen sg (doric aeolic) γερούσιας member of the masc nom… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερουσίᾳ — γερουσίαι , γερούσιας member of the masc nom/voc pl γερουσίᾱͅ , γερούσιας member of the masc dat sg (attic doric aeolic) γερουσίᾱͅ , γερούσιος for fem dat sg (attic doric aeolic) γερουσίαι , γερουσία Council of Elders fem nom/voc pl γερουσίᾱͅ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερουσία — Συνέδριο γερόντων, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, που συσκέπτονται για τα κοινά ως πολιτικό σώμα. Ο θεσμός της γ. είναι πολύ παλιός και η πρώτη γνωστή σε μας γ. ήταν οι γέροντες στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια που συμβούλευαν τον άνακτα και… … Dictionary of Greek
γερουσία — η 1.η σύγκλητος της αρχαίας Ρώμης. 2. νομοθετικό σώμα σε πολλά συνταγματικά κράτη, η άνω βουλή: Η γερουσία ψήφισε αρνητικά. 3. (περιλ.) το σύνολο ή μια ομάδα γέρων με συντηρητικές απόψεις: Βαρέθηκα να συζητώ με τη γερουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γερουσίας — γερουσίᾱς , γερούσιας member of the masc acc pl γερουσίᾱς , γερούσιας member of the masc nom sg (attic epic doric aeolic) γερουσίᾱς , γερούσιος for fem acc pl γερουσίᾱς , γερούσιος for fem gen sg (attic doric aeolic) γερουσίᾱς , γερουσία… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερουσίαν — γερουσίᾱν , γερούσιας member of the masc acc sg (attic epic doric aeolic) γερούσιας member of the masc acc sg γερουσίᾱν , γερούσιος for fem acc sg (attic doric aeolic) γερουσίᾱν , γερουσία Council of Elders fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГЕРУСИЯ — • Γερουσία (βουλὴ γερόντων), совет старшин, название учреждения, имевшего высшую власть в аристократических государствах (см. Βουλή, Буле). В Спарте Г. состояла из 28, а если считать обоих царей, имевших голос и председательство в… … Реальный словарь классических древностей
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
γερουσίαι — γερούσιας member of the masc nom/voc pl γερουσίᾱͅ , γερούσιας member of the masc dat sg (attic doric aeolic) γερουσίᾱͅ , γερούσιος for fem dat sg (attic doric aeolic) γερουσία Council of Elders fem nom/voc pl γερουσίᾱͅ , γερουσία Council of… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)