-
1 προβολλεύω
Aπροβουλεύω 1.2
, IG12(2).526d4 ([place name] Eresos).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβολλεύω
-
2 προβουλεύω
A contrive or concert measures before,ὅπως μηδὲν δεήσει Th.3.82
;ὅπως ἂν ῥήϊστα ἐσχηματις μένος ᾖ Hp. Art.52
; opp. μετανοέω, Democr.66 ([voice] Med.); μὴ προβουλεύσας without premeditation, Arist.EN 1135b20:—[voice] Med., debate, consider first, τι Hdt.1.133: abs., X.Cyr.4.3.17, Arist.EN 1135b10;πρὸς ἕκαστα Hp. Prog.1
:—[voice] Pass.,τὸ προβεβουλευμένον Arist.EN 1112a15
.2 of the βουλή at Athens and elsewh., frame or pass a προβούλευμα, X.HG1.7.7;ἡ βουλὴ ταῦτα προὐβεβουλεύκει D.19.34
; ;τὴν βουλὴν προβουλεύσασαν ἐξενεγκεῖν εἰς τὸν δῆμον IG12.66.17
, 110.37; of a board ofπρόβουλοι, π. περί τινος Th.8.1
, Arist.Pol. 1298b30; of the Spartan γερουσία, Plu. Agis 11; τὸ προβεβουλευμένον, = Lat. senatusconsultum, Plb.6.16.2: impers. in [voice] Pass., προβεβούλευται ὅπως ἂν.. it has been decreed that.., Ar.Ec. 623; τῇ βουλῇ προβεβ., c.acc. et inf., X.HG7.1.2.II to have the chief voice in counsel, X.Cyr.8.7.9.III π. τινός deliberate for one, provide for his interest, Ar.Eq. 1342, X.An.3.1.37; τοῦ δήμου for or before the people, Arist.Pol. 1299b33.IV [voice] Med., make up one's mind beforehand, prejudge a case, Hp.Fract. 1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβουλεύω
См. также в других словарях:
προβολλεύω — Α (αιολ. τ.) βλ. προβουλεύω … Dictionary of Greek
προβουλεύω — ΝΑ, αιολ. τ. προβολλεύω Α νεοελλ. (η μετχ. παθ. παρακμ.) προβεβουλευμένος, η, ο προσχεδιασμένος, προμελετημένος αρχ. 1. σκέπτομαι ή αποφασίζω κάτι εκ τών προτέρων 2. (στην Αθήνα και για τη βουλή) κρίνω και αποφασίζω προκαταρκτικώς, αποφαίνομαι με … Dictionary of Greek