Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

γγός

См. также в других словарях:

  • πλήστιγξ — γγος, ἡ, Α ιων. τ. βλ. πλάστιγγα …   Dictionary of Greek

  • πύλιγξ — γγος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «πύλιγγες αἱ ἐν τῇ ἕδρα τρίχες καὶ ἴουλοι, βόστρυχοι κίκκινοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. πυλεών] …   Dictionary of Greek

  • ίυγξ — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Πάνα και της Ηχούς. Ήταν θεράπαινα της κόρης του Ινάχου, Ιούς, και έμπειρη σε φάρμακα και μαγείες που υποδαύλιζαν τον έρωτα, τα οποία χρησιμοποίησε για να προσελκύσει το ενδιαφέρον του Δία για την Ιώ. Σύμφωνα με την… …   Dictionary of Greek

  • λυγξ — Γένος αιλουροειδών Βλ. λ. λύγκας. Ο λύγκας της ερήμου (lynx caracal) ζει κατά προτίμηση σε στεπώδεις και προερημικές περιοχές, όπου κυνηγάει κυρίως γαζέλες. Ο λύγκας του Καναδά (lynx canadensis) τείνει να εξαφανιστεί, γιατί τον κυνηγούν εντατικά… …   Dictionary of Greek

  • стрекотать — стрекочу. Основано, по видимому, на звукоподражании; ср. лат. strīdeō, strīdō, еrе шипеть, скрипеть, трещать, жужжать, свистеть , греч. τρίζω, τέτρῑγα щебетать, пищать, стрекотать , στρίγξ, род. п. γγος какая то ночная птица ; см. Вальде–Гофм. 2 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • дифто́нг — а, м. лингв. Сочетание двух гласных звуков, произносимых в один слог; двугласный. [От греч. δις дважды и φθογγος звук] …   Малый академический словарь

  • монофто́нг — а, м. лингв. Гласный звук, не распадающийся на два элемента. [От греч. μονος один и φθογγος звук] …   Малый академический словарь

  • Palanca — (Del lat. palanga < gr. phalanx, angos, rodillo.) ► sustantivo femenino 1 MECÁNICA Barra rígida que, apoyada en un punto o articulada con otra barra, se usa para transmitir una fuerza o para levantar pesos: ■ con una palanca podremos forzar la …   Enciclopedia Universal

  • siringe — ► sustantivo femenino ZOOLOGÍA Órgano de fonación de las aves, situado en la bifurcación de los bronquios. * * * siringe (del gr. «sŷrinx, sýringos», flauta, tubo) f. Zool. Aparato vocal de las *aves. * * * siringe. (Del gr. σῦριγξ, γγος,… …   Enciclopedia Universal

  • ήρυγγος — (I) ἤρυγγος και ἠρύγγη, ή (Α) φυτό με αγκαθωτά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρυ γγος, κατά τα είλιγγος, πίσυγγος εικάζεται ότι είναι παράγωγο από έαρ, ήρος, οπότε η αρχ. σημασία του θα ήταν «λουλούδι τής ανοίξεως». Η σημασία «το γένι της κατσίκας» είναι… …   Dictionary of Greek

  • αναλυγγίζω — αναλυγγιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + λυγγίζω < αρχ. λύγξ, γγός «λόξυγγας»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»