-
1 γάστρις
2 as Subst., glutton, Ar.Av. 1604, Th. 816, Jul.Or.5.176c: [comp] Comp. γαστρίστερος more of a glutton, Pl.Com.195: as Adj.,γάστρις ἡδονή Ph.1.261
.3 affected with tapeworm, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γάστρις
-
2 γάστρις
-
3 γαστρις
-
4 γάστρις
γάστριςpot-bellied: fem nom sg -
5 γάστρις
γάστρις, dickbäuchig; eine feine Kuchenart -
6 ζωνό-γαστρις
ζωνό-γαστρις, ιος, u. ζωνο-γάστωρ, ορος, ὁ, um den Leib gegürtet, Hesych.
-
7 ὀνό-γαστρις
ὀνό-γαστρις, ὁ, Dickwanst, B. A. 55.
-
8 γάστρι
γάστριςpot-bellied: fem voc sg -
9 γάστριδας
γάστριςpot-bellied: fem acc pl -
10 γάστριδες
γάστριςpot-bellied: fem nom /voc pl -
11 γάστριδι
γάστριςpot-bellied: fem dat sg -
12 γάστριδος
γάστριςpot-bellied: fem gen sg -
13 γάστριν
γάστριςpot-bellied: fem acc sg -
14 γαστρων
-
15 γαστρίζω
II stuff, gorge,τὸν παιδαγωγόν D.Chr.66.11
, cf. Luc. DMeretr.10.4 (Phryn. 76 is incorrect):—[voice] Pass., to be stuffed full, eat gluttonously, Theopomp. Hist.187, Men.Pk.98, Posidon.18, Luc.Rh. Pr.24, Alciphr.3.45;ἱκανῶς γεγαστρίσμεθα Ath.3.96f
.III γαστρίζων σφυγμός, term invented by Archig., Gal.8.665.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαστρίζω
-
16 γάστρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γάστρων
-
17 λαμυρός
II gluttonous, greedy,γάστρις καὶ λ. Epicr. 5.8
= Antiph.89.5; γαστρὶ χαριζόμενος τῆς οὐ λαμυρώτερον οὐδὲν Timo 7;ὀδόντες Theoc.25.234
; .III metaph., wanton, impudent, -ώτερον λέγειν X.Smp.8.24
;Ἀλκιβιάδου ἡ ἄγαν λ. πολιτεία Plu.Comp.Alc.Cor.1
;λάμυρόν τι προσβλέπειν τινί Id.Mar. 38
;λ. ἱστορίη AP7.450
(Diosc.); of women, coquettish, ib.5.161 (Asclep.); of Eros, λαμυροῖς ὄμμασι πικρὰ γελᾷ ib. 179 (Mel.);λαμυρὰς Πόθων ἀέλλας Cerc.5.10
: later in good sense, piquant, arch, like ἐπίχαρις, Phryn.259; charming, Plu.Caes.49, Eun.VSp.467 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμυρός
-
18 ὀνόγαστρις
A fat paunch, Com.Adesp. 878.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνόγαστρις
-
19 ζωνόγαστρις
ζωνό-γαστρις, ιος, u. ζωνο-γάστωρ, ορος, ὁ, um den Leib gegürtet -
20 ὀνόγαστρις
ὀνό-γαστρις, ὁ, Dickwanst
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γάστρις — ( ιδος και εως), ο, η (Α) [γαστήρ] 1. ο γαστρίμαργος*. 2. πιθάρι εξογκωμένο στη μέση 3. είδος γλυκίσματος 4. το σκουλήκι έλμινς* … Dictionary of Greek
γάστρις — pot bellied fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστρι — γάστρις pot bellied fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστριδας — γάστρις pot bellied fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστριδες — γάστρις pot bellied fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστριδι — γάστρις pot bellied fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστριδος — γάστρις pot bellied fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάστριν — γάστρις pot bellied fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Baklava — For the Macedonian music group, see Baklava (band). Not to be confused with Balaclava. Baklava Baklava is prepared on large trays and cut into a variety of shapes Origin … Wikipedia
ζωνόγαστρις — και ζωνογάστωρ, ὁ, ἡ, θηλ. και ζωνογάστρια (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τὴν γαστέρα ζωννύμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ζώνη + γαστρις, σπάνιο παράγωγο του γαστήρ (πρβλ. ονό γαστρις)] … Dictionary of Greek
γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… … Dictionary of Greek