Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ζωνο-γάστωρ

См. также в других словарях:

  • νοογάστωρ — νοογάστωρ, ορος, ό και ἡ (Μ) αυτός που κάνει πνευματική εργασία, όπως είναι η σύνταξη συγγραμμάτων ή η συγγραφή ποιημάτων, και ζει από τα χρήματα που κερδίζει από την εργασία αυτή («νοογάστωρ ἐστίν, ὅς λογισμῷ συγγράμματα συντάττων, ἐξηγήσεις καὶ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»