-
1 ζωνό-γαστρις
ζωνό-γαστρις, ιος, u. ζωνο-γάστωρ, ορος, ὁ, um den Leib gegürtet, Hesych.
-
2 ζωνόγαστρις
ζωνό-γαστρις, ιος, u. ζωνο-γάστωρ, ορος, ὁ, um den Leib gegürtet
См. также в других словарях:
νοογάστωρ — νοογάστωρ, ορος, ό και ἡ (Μ) αυτός που κάνει πνευματική εργασία, όπως είναι η σύνταξη συγγραμμάτων ή η συγγραφή ποιημάτων, και ζει από τα χρήματα που κερδίζει από την εργασία αυτή («νοογάστωρ ἐστίν, ὅς λογισμῷ συγγράμματα συντάττων, ἐξηγήσεις καὶ … Dictionary of Greek