Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βύβλινος

См. также в других словарях:

  • βύβλινος — βύβλινος, η, ον (AM) κατασκευασμένος από βύβλο, από πάπυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βύβλος (βλ. βίβλινος)] …   Dictionary of Greek

  • βύβλινος — made of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυβλίνων — βύβλινος made of fem gen pl βύβλινος made of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βύβλινον — βύβλινος made of masc acc sg βύβλινος made of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυβλίνην — βύβλινος made of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυβλίνοις — βύβλινος made of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυβλίνοισι — βύβλινος made of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βύβλινα — βύβλινος made of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίβλινος — και βύβλινος (Α) 1. (για γραφική ύλη) ο κατασκευασμένος από πάπυρο 2. φρ. «βίβλινος οἶνος» ονομασία κρασιού από θρακικά αμπέλια, από τη Νάξο ή τη Βύβλο της Φοινίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίβλος, βύβλος. Η λ. βίβλινος στη φρ. «βίβλινος οίνος» αβέβαιης… …   Dictionary of Greek

  • βυβλίνας — βυβλίνᾱς , βύβλινος made of fem acc pl βυβλίνᾱς , βύβλινος made of fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BIBLINA — regio Thraciae, unde Biblinum vinum, quod alii a Biblia vite dictum volunt. Demus vero Delius Naxium interpretatur, quoniam Biblus Naxi fluv. sit. Suidas, Βιβλινος ὀινος, ἀυςτήρος, ἀπὸ Βιβλίνης οὕτω καλουμὲνης Θρακίας ἀμπέλου. Huius vini meminit… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»