-
1 Ινών
-
2 Ἰνῶν
-
3 ίνων
ἴνοςmasc gen plἴ̱νων, ἰνάωcarry off by evacuations: imperf ind act 3rd plἴ̱νων, ἰνάωcarry off by evacuations: imperf ind act 1st sgἰνάωcarry off by evacuations: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἰνάωcarry off by evacuations: imperf ind act 1st sg (homeric ionic)ἴ̱νων, ἰνόωmake strong and nervous: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἴ̱νων, ἰνόωmake strong and nervous: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
4 ἴνων
ἴνοςmasc gen plἴ̱νων, ἰνάωcarry off by evacuations: imperf ind act 3rd plἴ̱νων, ἰνάωcarry off by evacuations: imperf ind act 1st sgἰνάωcarry off by evacuations: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἰνάωcarry off by evacuations: imperf ind act 1st sg (homeric ionic)ἴ̱νων, ἰνόωmake strong and nervous: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἴ̱νων, ἰνόωmake strong and nervous: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
5 ινών
ἴνηfem gen plἰ̱νῶν, ἴςfem gen plἰνάωcarry off by evacuations: pres part act masc voc sgἰνάωcarry off by evacuations: pres part act neut nom /voc /acc sgἰνάωcarry off by evacuations: pres part act masc nom sg (attic epic ionic)ἰνάωcarry off by evacuations: pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)ἰνέωcarry off by evacuations: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ἰνόωmake strong and nervous: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ἰνόωmake strong and nervous: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ἰνόωmake strong and nervous: pres part act masc nom sgἰνόωmake strong and nervous: pres inf act (doric) -
6 ἰνῶν
ἴνηfem gen plἰ̱νῶν, ἴςfem gen plἰνάωcarry off by evacuations: pres part act masc voc sgἰνάωcarry off by evacuations: pres part act neut nom /voc /acc sgἰνάωcarry off by evacuations: pres part act masc nom sg (attic epic ionic)ἰνάωcarry off by evacuations: pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)ἰνέωcarry off by evacuations: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ἰνόωmake strong and nervous: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ἰνόωmake strong and nervous: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ἰνόωmake strong and nervous: pres part act masc nom sgἰνόωmake strong and nervous: pres inf act (doric) -
7 оптика
η οπτικήволновая - см. физическая -волоконная - о τομέας (οπτικής) των οπτικών ινών, η μελέτη των οπτικών ινώνлучевая - см. геометрическая -физическая - φυσική -, κυματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оптика
-
8 плотность
1. (количество вещества, объектов на единицу времени, объема и т.п.) η πυκνότητα- нитей (рез) - των ινών, ο αριθμός των ινών2. (непроницаемость) η στεγανότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плотность
-
9 λαίνων
λᾱΐνων, λάινοςof stone: fem gen plλᾱΐνων, λάινοςof stone: masc /neut gen pl -
10 ἀπο-χωρίζω
ἀπο-χωρίζω, absondern, trennen, τὸ χεῖρον ἀπὸ βελτίονος Plat. Soph. 226 d; αἷμα ἐξ ἰνῶν ἀποχωριζόμενον Tim. 84 a; τὰς τάξεις Lys. 16, 16, abtreten lassen, wegschicken.
-
11 гребёнка
тех. το κτένι. - волокноотделителя с.-х. - διαχωρισμού νήμα-τος/ινώνлентонаправляющая текст. - ο οδηγός ιμάντωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гребёнка
-
12 кабель
το καλώδι/οпитающий - τροφοδότησης/πα-ροχήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кабель
-
13 машина
1. (механизм) το μηχάνημα, η μηχανήбетонирующая - παροχής σκυροδέματος, η μπετονιέραбрикетировочная (αχ.) - κατασκευής δεματίων/μπρικбумагоделательная - κατασκευής χαρτιού/χαρτοποιίαςволокноотдели-тельная - διαχωρισμού των ινών/νημάτωνвязальная текст. - η μηχανή πλεξίματος- для брикетирования кормов - δεματοποίησης των ζωοτροφών, κατασκευής μπρίκ των ζωοτροφώνземлеройная - εκσκαφής, εκσκαπτικό/χωματουρ-γικό -зерноочистительная - καθαρισμού των δημητριακών, η λιχνιστική μηχανήзолотопромывочная - πλυσίματος/εξό-ρυξης του χρυσούклепальная - καρφώματος/πριτσινίσματοςкопировально-множительная - το εκτυπωτικό σύστημα όφσετ(παλαιότερα η λιθογραφία)лесовалочная - κοπής/ξύ-λευσης του δάσουςмаркировочная - σήμανσης/μαρκαρίσματοςотделочная - τελειώματος/φινιρίσματοςпосадочная лес. - φύτευσηςрулевая - του πηδαλίου/τιμονιούсветокопировальная - φωτοτυπικό -, το φωτοτυπικόсортировочная - см. сортировальная -уборочная с.-х. - η συλλεκτι-κή/θεριστική μηχανήупаковочная - δεματοποίισης/πακεταρίσματοςчесальная - ξέσης, ο ξάντηςэлектронно-вычислительная(ЭВМ) - ο ηλεκτρικός υπολογιστής (Η/Υ)το κομπιούτερ (ξεν.)2. (двигатель) η μηχανή,ο κινητήραςпаровая - ατμοκίνητη -, η ατμομηχανήрулевая мор. - πηδαλίου3. (автомобиль) το αυτοκίνητο, το όχημαлегковая - επιβατικό -, разг. το αμάξιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > машина
-
14 рол
(полигр)1. (вращающийся цилиндр, вал) о περιστροφικός κύλιν-δρος/άξονας 2 (машина для размола волокнистых материалов) η μηχανή κατεργασίας ινών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рол
-
15 stringiness
noun ύπαρξη ινών -
16 ἀκτίς
a ray, beam, shininga of the sun ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ (i. e. Ἥλιος) O. 7.70ἀκτὶς ἀελίου ὦ μᾶτερ ὀμμάτων, ἄστρον ὑπέρτατον ἐν ἁμέρᾳ κλεπτόμενον. Pae. 9.1
b ἴων ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα (sc. Ἴαμος) O. 6.55λαμπραὶ δἦλθον ἀκτῖνες στεροπᾶς P. 4.198
b met., flashing brilliance, radiance σπέρμ' ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ (Hermann: περ ὑμετέρας ἀκτῖνας ὄλβου, -ῳ, -ον codd.) P. 4.255Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις P. 11.48
διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί I. 4.42
τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς fr. 123. 2. -
17 косослой
-я α.η λοξή κατεύθυνση των ινών της ξυλείας. -
18 косослойный
επ.που έχει λοξή κατεύθυνση των ινών (για ξυλεία). -
19 тонковолокнистый
επ., βρ: -нист, -а, -о; που έχει λεπτές ίνες•тонковолокнистый хлопок βαμπάκι λεπτών ινών.
-
20 треста
-ы θ.μουσκεμένο λινάρι(για αφαίρεση των ινών).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἰνῶν — Ἰ̱νῶν , Ἰνώ fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνῶν — ἴνη fem gen pl ἰ̱νῶν , ἴς fem gen pl ἰνάω carry off by evacuations pres part act masc voc sg ἰνάω carry off by evacuations pres part act neut nom/voc/acc sg ἰνάω carry off by evacuations pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἰνάω carry off … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴνων — ἴνος masc gen pl ἴ̱νων , ἰνάω carry off by evacuations imperf ind act 3rd pl ἴ̱νων , ἰνάω carry off by evacuations imperf ind act 1st sg ἰνάω carry off by evacuations imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἰνάω carry off by evacuations imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
λινάρι — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Linum, της οικογένειας των λινιδών, της τάξης των γερανιιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 230 είδη. Πρόκειται για ποώδη, ασιατικής καταγωγής φυτά, μονοετή ή πολυετή, ανάλογα με την περιοχή όπου … Dictionary of Greek
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… … Dictionary of Greek
εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
μύες — Όργανα με βασική τους ιδιότητα τη συστολή, δηλαδή την ικανότητα να κονταίνουν και, χάρη σ’ αυτή, να προκαλούν κινήσεις των τμημάτων του σώματος στα οποία προσφύονται· εκτός της κινητικής τους δραστηριότητας, οι μ. συμμετέχουν στον μεταβολισμό του … Dictionary of Greek
εκκολπώματα — Μη φυσιολογικές κοιλότητες σε σχήμα σάκου, που σχηματίζονται στο τοίχωμα κοίλου σπλάχνου (εντέρου, ουροδόχου κύστης, οισοφάγου). Η αιτία τους, αν και αβέβαιη, πιστεύεται ότι συνδέεται με την πολύ μικρή κατανάλωση ινών. Τα ε. σπανίζουν στις… … Dictionary of Greek