-
1 βιβλία
βιβλίονstrip of: neut nom /voc /acc pl -
2 βιβλία
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βιβλία
-
3 βιβλια-φόρος
βιβλια-φόρος, ὁ, = βιβλιοφόρος, D. Sic. 2, 20.
-
4 βιβλια-γράφος
βιβλια-γράφος, ältere Form für βιβλιογράφος, s. Lob. zu Phryn. 85, 655.
-
5 βιβλί'
βιβλία, βιβλίονstrip of: neut nom /voc /acc pl -
6 твой
1. твой (твоя, твоё, твой) ( δικός) σου; это \твой отец είναι ο πατέρας σου* твоя очередь η σειρά σου; (это) твоё дело είναι" δική σου δουλειά; это твой книги? τα βιβλία είναι δικά σου; 2. твой ж.р. от твой 3. твой мн. от твой* * *(твоя, твоё, твои)э́то твой оте́ц — είναι ο πατέρας σου
твоя́ о́чередь — η σειρά σου
(э́то) твоё де́ло — είναι δική σου δουλειά
э́то твои́ кни́ги? — τα βιβλία είναι δικά σου
-
7 βιβλίο(ν)
τό1) книга;χρήσιμο ( — или πρακτικό) βιβλίο(ν) — нужная, полезная книга;
λογοτεχνικό βιβλίο(ν) — литературное произведение;
τό έργο διαιρείται εις πέντε βιβλία — произведение в пяти томах;
2) книга или журнал (для записей);ληξιαρχικό βιβλίο(ν) — книга записи актов гражданского состояния;
βιβλίο(ν) παραπόνων — книга жалоб;
λογιστικά βιβλία — бухгалтерские книги;
εμπορικό βιβλίο(ν) — торговая книга;
βιβλίο(ν) ταμείου — кассовая книга;
βιβλίο(ν) συνεδριάσεων — журнал заседаний;
3) πλ. литература;§ τό μέγα βιβλίον της ζωής — школа жизни
-
8 βιβλίο(ν)
τό1) книга;χρήσιμο ( — или πρακτικό) βιβλίο(ν) — нужная, полезная книга;
λογοτεχνικό βιβλίο(ν) — литературное произведение;
τό έργο διαιρείται εις πέντε βιβλία — произведение в пяти томах;
2) книга или журнал (для записей);ληξιαρχικό βιβλίο(ν) — книга записи актов гражданского состояния;
βιβλίο(ν) παραπόνων — книга жалоб;
λογιστικά βιβλία — бухгалтерские книги;
εμπορικό βιβλίο(ν) — торговая книга;
βιβλίο(ν) ταμείου — кассовая книга;
βιβλίο(ν) συνεδριάσεων — журнал заседаний;
3) πλ. литература;§ τό μέγα βιβλίον της ζωής — школа жизни
-
9 λογιστικός
η, ό[ν] бухгалтерский;счётный;λογιστικά βιβλία — бухгалтерские книги;
λογιστική μηχανή — счётная машина;
λογιστικός κανόνας — счётная линейка;
κρατώ τα λογιστικά βιβλία — вести бухгалтерские книги; — вести бухгалтерскую работу (предприятия)
-
10 книга
-и θ.1. βιβλίο•книга большого размера βιβλίο μεγάλου σχήματος•
переплести -у δένω βιβλίο•
раскрыть -у ανοίγω το βιβλίο•
для чтения αναγνωστικό, -σματάριο•
книга с картинами εικονογραφημένο βιβλίο•
учебная εγχειρίδιο•
бухгалтерские -и λογιστικά βιβλία•
кассовая книга βιβλίο ταμείου•
приходорасходная книга βιβλίο εσόδων και εξόδων•
церковные -и εκκλησιαστικά βιβλία•
жалобная книга βιβλίο παραπόνων•
сидеть за -ой κάθομαι να διαβάσω•
записная книга το σημειωματάριο•
книга записи актов гражданского состояния το ληξιαρχικό βιβλίο.
2. έργο, σύγγραμμα.3. κατάλογος•телефонная книга τηλεφωνικός κατάλογος.
4. οδηγός•справочная книга βιβλίο οδηγιών.
5. τόμος.εκφρ.книга за семью печатями – (γραπ. λόγος) ακατάληπτο, ακατανόητο•и -и в руки кому – με μόρφωση και πρακτική, ειδήμονας, γνώστης. -
11 отобрать
-беру, -бершь, παρλθ. χρ. отобрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отобранный, βρ: -бран, -а, -оρ.σ.μ.1. αφαιρώ, παίρνω• κατάσχω•полиция -ла у него запрещнные книги η αστυνομία του κατάσχεσε απαγορευμένα βιβλία•
отобрать у пленных оружие αφοπλίζω τους αιχμάλωτους•
отобрать в казну κατάσχω• δημεύω.
2. εκλέγω, διαλέγω, επιλέγω•-берите кнйеи, какие для вас нужны διαλέξτε όποια βιβλία σας χρειάζονται.
3. παλ. συγκεντρώνω, συλλέγω παίρνω•отобрать мнения у всех παίρνω τις γνώμες όλων.
-
12 отречённый
κ. отреченныйεπ. παλ. απαγορευμένος.εκφρ.-ые книги ή -ая литература – απαγορευμένα βιβλία από την εκκλησία, τα απόκρυφα, τα ακανόνιστα, τα ψευδεπίγραφα βιβλία. -
13 λιθικός
A of or for stones;ἔργα Arch.Pap.3.128
(ii B.C.); but usu. λιθικά (sc. βιβλία), τά, a treatise upon precious stones, title of Orphic poem, ap.Tz. ( περὶ λίθων codd.); also βιβλία λιθιακά Eust.ad D.P.Prooem.; but Λιθικά, of D.P.'s work, Sch.Od.10.323.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθικός
-
14 indigetamenta
indigetāmenta (indigitāmenta), ōrum, n. (indigeto) = ἱερατικὰ βιβλία (Gloss.), die Anrufungsformeln, eine offizielle Sammlung von Gebetsformeln, worin Gebete zu den göttlichen Mächten zusammengestellt waren, deren Hilfe in einem bestimmten Falle in Anspruch genommen werden mußte und von denen keine übergangen werden durfte, wenn ein günstiger Erfolg des Gebetes eintreten sollte, Serv. Verg. georg. 1, 21: indigetamentorum libri, Censor. 3, 4: indigetamenta Pompiliana, des Numa, Arnob. 2, 73. Vgl. Wissowa Religion u. Kultus. Aufl. 2. S. 37. 397. 513. Bouché-Leclercq in Daremberg-Saglio Dictionn. 3, 1, 466 ff.
-
15 παραῤ-ῥυπόω
παραῤ-ῥυπόω, daneben, od. an der Seite beschmutzen, παρεῤῥυπωμένα βιβλία, Hesych., mit dem παράπλασμα bezeichnet.
-
16 σέβομαι
σέβομαι, dep. pass., von dem außer praes. und imperf. der aor. ἐσέφϑην Soph. tr. 175 u. Plat. (s. unten) vorkommt, bei Hesych. auch σέψασϑαι u. bei D. L. 7, 120 σεβήσεσϑαι; – a) sich scheuen, vor Göttern und Menschen, wenn man etwas Schlechtes zu thun in Begriff ist und sich durch das Gefühl des Unrechts daran hindern läßt, sich schämen; οὔ νυ σέβεσϑε; Il. 4, 242; c. int., σέβομαι μὲν προςιδέσϑαι, σέβομαι δ' ἀντία λέξαι, Aesch. Pers. 680; καὶ φοβεῖται, Plat. Legg. VII, 798 b; τιμῶν τις καὶ σεβόμενος, V, 729 c; u. c. inf., σεβόμενοι μιαίνειν τὸ ϑεῖον, Tim. 69 d. – b) die Götter mit frommer Scheu verehren, anbeten; Κρονίδαν σέβεσϑαι, Pind. P. 6, 25; Tragg.: τοὺς ϑεοὺς οὐδὲν σέβῃ, Aesch. Suppl. 899; übh. ehren, σέβῃ ϑνητοὺς ἄγαν, Prom. 542; σέβου, προςεύχου, ϑῶπτε τὸν κρατοῦντ' ἀεί, 939; Soph. O. C. 187 Phil. 1148; Eur. I. T. 648 Bacch. 566 Or. 347 Suppl. 1233; Ar. Th. 123; τὰ βιβλία, Her. 3, 128; ὡς ϑεὸν σέβεται, Plat. Phaedr. 251 a; auch aor. σεφϑεῖσα, 254 d;; τινὰ ὡς πατέρα, Xen. Cyr. 8, 8, 1.
-
17 χρονικός
-
18 ψῡχω
ψῡχω, aer. pass. ἐφύχϑην, Diosc. 11 (VI, 220), u. ἐψύγην wie ἐψύχην, s. Lob. Phryn. 318, – 1) hauchen, blasen, athmen, ἦκα μάλα ψύξασα Il. 20, 440. – Für βιβλία ψύχειν, poet, bei Plut. plac. phil. 1, 7 was vomere erkl. wird, steht S. Emp. adv. phys. 1, 51 ψήχων. – 2) gew. kalt od. kühl machen, abkühlen; Her. 3, 104; Ggstz ϑερμαίνω Plat. Phaed. 268 b Tim. 46 d Phaed. 71 b; ἄγρια πνεύματα ἐψύχϑη Diosc. a. a. O.; dah. auch tödten, ψύξει σ' ὁ δαίμων τῷ πεπρωμένῳ χρόνῳ Alexis bei Ath. VIII, 336 f; Ap. Rh. 4, 1527; u. von kalter, herzzerreißender Qual, Aesch. Prom. 696. – Pass. sich abkühlen, kalt werden, Her. 4, 181; vom Feuer, erlöschen, Plat. Criti. 120 b. – Nic. Th. 473 braucht auch dat act. in dieser Bdtg. – 3) trocknen, dörren, Xen. Cyn. 5, 3. – [Υ, stets lang, ist nur im aor. II. pass. kurz, Ar. Nub. 151.]
-
19 δι-ειλέω
-
20 μοσχο-σφρᾱγιστικά
μοσχο-σφρᾱγιστικά, τά, βιβλία, Bücher, in denen das Geschäft des μοσχοσφραγιστής beschrieben war, Clem. Al. strom. 6 p. 758.
См. также в других словарях:
βιβλία — βιβλίον strip of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βασιλειών, βιβλία Α’-Δ’ — Τα τέσσερα μεγάλα ιστορικά βιβλία της ελληνικής μετάφρασης της Παλαιάς Διαθήκης, που ακολουθούν εκείνα τωνΚριτών και της Ρουθ.Από αυτά, τα δύο πρώτα, που στο εβραϊκό πρωτότυπο ονομάζονται Σιεμουέλ, δηλαδή Σαμουήλ, χωρίζονται σε τέσσερα μέρη, που… … Dictionary of Greek
αχερόντεια βιβλία — (libri acherontici). Βιβλία που αναφέρονται στον θεό των Ετρούσκων Τάγη και περιέχουν τη διδασκαλία προς τον γιο του Βάκχητα. Τα κυριότερα σημεία των βιβλίων αναφέρονται στο υπαρξιακό πρόβλημα της ζωής και του θανάτου, στην ύπαρξη του υπέρτατου… … Dictionary of Greek
ζώων, βιβλία — Ονομασία βιβλίων που γράφτηκαν από την ελληνιστική εποχή και αργότερα σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, και τα οποία, εκτός από την επιστημονική περιγραφή των ζώων, ήμερων και άγριων, περιείχαν και ηθικά… … Dictionary of Greek
λογιστικά βιβλία — Αποδεικτικά στοιχεία διάφορης φύσης και μορφής (βιβλία, ημερολόγια, ειδικό λογισμικό υπολογιστών) στα οποία καταχωρίζονται, για λόγους περιγραφής, ενημέρωσης και ελέγχου, οι πράξεις της διαχείρισης της επιχείρησης. Τα λ.β. διακρίνονται σε κύρια… … Dictionary of Greek
αρχέτυπα — Βιβλία που τυπώθηκαν στα πρώτα χρόνια της τυπογραφίας έως και το 1501. Τα α. είναιδύο ειδών: ξυλογραφικά και τυπογραφικά. Τα πρώτα τυπώνονταν από ξύλινες πλάκες, πάνω στις οποίες χάραζαν τις λέξεις. Τα δεύτερα είχαν τυπογραφικά κινητά στοιχεία,… … Dictionary of Greek
Δευτεροκανονικά — Βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης που δεν περιλαμβάνονται στον εβραϊκό κανόνα, αλλά στην ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα και στη λατινική Βουλγάτα. Οι Διαμαρτυρόμενοι τα χαρακτηρίζουν Απόκρυφα. * * * τα τα βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης τα οποία δεν… … Dictionary of Greek
Αγιόγραφα — Βιβλία τα οποία αναφέρονται στη Βίβλο. Χαρακτηρίζονται έτσι από τους Έλληνες Πατέρες και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, σύμφωνα με τη μετάφραση του αντίστοιχου εβραϊκού όρου Ketubium, έντεκα βιβλία, τα οποία αποτελούν την τρίτη τάξη των βιβλίων … Dictionary of Greek
БИБЛИОТЕКА — • Βιβλία, Bibliopōla, Bībliothēca. Величайшим собранием книг (βιβλιθήκη, αποθήκη βιβλίων) в древности была Б. в Александрии, основанная Птолемеем Лаговым, Птолемеем Филадельфом значительно расширенная и имевшая Б. (Зенодота… … Реальный словарь классических древностей
βιβλί' — βιβλία , βιβλίον strip of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek