Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βραχυλογία

См. также в других словарях:

  • βραχυλογία — βραχυλογίᾱ , βραχυλογία brevity in speech fem nom/voc/acc dual βραχυλογίᾱ , βραχυλογία brevity in speech fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυλογίᾳ — βραχυλογίαι , βραχυλογία brevity in speech fem nom/voc pl βραχυλογίᾱͅ , βραχυλογία brevity in speech fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυλογία — η (AM βραχυλογία) [βραχύλογος / βραχυλόγος] 1. η συντομία στην έκφραση είτε στον προφορικό ή στον γραπτό λόγο 2. η πυκνότητα στην έκφραση με την παράλειψη λέξεων ή όρων οι οποίοι μπορούν να νοηθούν από τα συμφραζόμενα …   Dictionary of Greek

  • βραχυλογία — η η συντομία στο λόγο: Η βραχυλογία, τις περισσότερες φορές, δείχνει άνθρωπο σοβαρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραχυλογίας — βραχυλογίᾱς , βραχυλογία brevity in speech fem acc pl βραχυλογίᾱς , βραχυλογία brevity in speech fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυλογίαι — βραχυλογία brevity in speech fem nom/voc pl βραχυλογίᾱͅ , βραχυλογία brevity in speech fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυλογίαν — βραχυλογίᾱν , βραχυλογία brevity in speech fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυλογιῶν — βραχυλογία brevity in speech fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυλογίαις — βραχυλογία brevity in speech fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυλογίης — βραχυλογία brevity in speech fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακωνικός — ή, ό (Α λακωνικός, ή, όν, θηλ. και λακωνίς) [Λάκων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Λάκωνες ή στη Λακωνία (α. «λακωνική διάλεκτος» η δωρική διάλεκτος που μιλιόταν στη Λακωνία κατά τους αρχαίους χρόνους β. «βραχυλογία τις Λακωνική», Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»