-
1 βοήθημα
βοήθημαresource: neut nom /voc /acc sg -
2 βοήθημα
A resource, Arist.Rh. 1405a7 (pl.); assistance,πρὸς τὴν μάχην Plb.1.22.3
: in pl., succours,τὰ -ματα τοῦ συγγράμματος Diog.Oen.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοήθημα
-
3 βοήθημα
aidΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βοήθημα
-
4 βοήθημ'
βοήθημα, βοήθημαresource: neut nom /voc /acc sg -
5 βοηθημάτων
βοήθημαresource: neut gen pl -
6 βοηθήμασι
βοήθημαresource: neut dat pl -
7 βοηθήμασιν
βοήθημαresource: neut dat pl -
8 βοηθήματα
βοήθημαresource: neut nom /voc /acc pl -
9 βοηθήματι
βοήθημαresource: neut dat sg -
10 βοηθήματος
βοήθημαresource: neut gen sg -
11 εὐεπίτευκτος
εὐεπί-τευκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεπίτευκτος
-
12 τηρέω
Aτετήρηκα Epicur.Sent.24
, etc.:—watch over, take care of, guard, ;πόλιν Pi.
l.c., cf. Ar.V. 210;τὰς κύνας X.Cyn.6.1
; ; rarely of persons,δαιμόνων.., αἵτινες τηροῦμεν ὑμᾶς Ar.Nu. 579
(troch.); τ. τὴν ἀρχήν maintain it, Plb.21.32.2;τὸ τῆς πόλεως ἀξίωμα D.S.17.15
:—[voice] Pass., τὸ ἔξωθεν [τεῖχος] ἐτηρεῖτο was constantly guarded, Th.2.13: [tense] fut. [voice] Med. τηρήσομαι in pass. sense, Id.4.30.2 τ. ὅπως.. ἔσται take care that.., Arist.Pol. 1309b16; ὅπως μηθὲν παρανομῶσι ib. 1307b31; τ. μὴ.. cavere ne.., Ar.Th. 580, Pl.Tht. 169c;τ. ἐμέ, ὅπως μὴ ἐξαπατήσω D.18.276
: also in [voice] Med.,τηρώμεσθ', ὅπως μὴ.. αἰσθήσεται Ar. V. 372
; τηροῦ μὴ λάβῃς ὑπώπια ib. 1386.3 τηρεῖν ἀπὸ τοῦ πυρός protect them from the fire, i.e. cook them slowly, Bilabel Ὀψαρτ.P. 10.II give heed to, watch narrowly, observe, , cf. V. 364;τὰς ἁμαρτίας Th.4.60
; , cf. Pl.R. 442a;τ. ὅ τι καὶ δράσει Ar.Ec. 946
.2 watch for a person or thing, with a part.,παραστείχοντα τηρήσας S.OT 808
; ἔνδον ὄντα τηρήσαντες αὐτόν having watched for his being within, Th.1.134; τ. τὸν πορθμὸν κατιόντος τοῦ ἀνέμου watching for a crossing with the wind blowing down, Id.6.2; τ. τινὰ ἀνιόντα watch for one's coming up, D.53.17: c. acc. only,ἄνεμον τηρῆσαι Th.1.65
;τ. νύκτα χειμέριον Id.3.22
, cf. 4.27; νύκτα καὶ ὕδωρ, D.59.103;τ. τοὺς ἀστέρας Arist.Cael. 292a8
; τὴν θήραν τ. Id.HA 623a13;τ. καιρόν Id.Rh. 1382b10
:—[voice] Pass., ὁ καιρὸς ἐτηρήθη was watched for, Lys.12.71.3 abs., watch, keep watch, Th. 7.80, Arist.EN 1167b13: c. inf., watch or look out, so as to..,ἐτήρουν ἀνέμῳ καταφέρεσθαι Th.4.26
.4 observe, notice, [ μετακόσμησιν σωμάτων] Sor.1.41;τὸν χαρακτῆρα τῆς φράσεως Id.Vit. Hippocr.13
;τὸ πολὺ μὲν οὕτως ἀποβαίνειν τετήρηται Gal. 18(2).13
.5 test by observation or trial, τετηρημένον βοήθημα an approved method of treatment, Antyll. ap. Orib.6.22.3; τετήρηνται χρησιμεύοντές τισι Id.ib.21.9; as Empiric term,τετηρημένης ἐπ' αὐτοῖς τῆς θεραπείας, οὐκ ἐνδεικτικῶς εὑρισκομένης Gal.6.361
;Μηνόδοτος ὁ ἐμπειρικός, ἐπὶ μόνῃ τῇ πληθωρικῇ καλουμένῃ συνδρομῇ φάσκων τετηρῆσθαι φλεβοτομίαν Id.15.766
.III observe or keep an engagement,ὅρκους Democr.239
;παρακαταθήκας Isoc.1.22
;ἀπόρρητα Lys. 31.31
;εἰρήνην D.18.89
;τὸ πρέπον Phld.Po.5.35
;τὴν πίστιν 2 Ep.Ti. 4.7
.2 preserve, retain, τὰς αἰσθήσεις dub. in Epicur.Ep.1p.5U., cf. Demetr.Lac.Herc.1055.9,10;ἰδιότητας Phld.Rh.1.154
S.;τὴν ποιότητα Sor.1.51
; τὴν τροφὸν ἐπ' ὀλιγοποσίας.. τ. ib. 118, cf. 46, al.:—in Ph.1.125 there is a double use. -
13 ἐκλεκτός
A picked out, select, Ibyc.22, Th.6.100;τὸ τῶν ἐ. δικαστήριον Pl.Lg. 938b
; ἐ. δικασταί,=Lat. iudices selecti, OGI499.3(ii A.D.). Adv. - τῶς interpol. in Suid.s.v. ἐπίλεκτος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκλεκτός
См. также в других словарях:
βοήθημα — resource neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοήθημα — το (AM βοήθημα) [βοηθώ] νεοελλ. 1. το μέσο με το οποίο παρέχεται η βοήθεια ή το πράγμα που χρησιμεύει για βοήθεια 2. βιβλίο ή σύγγραμμα από το οποίο παίρνει ορισμένα στοιχεία ο μελετητής αρχ. μσν. φάρμακο αρχ. καταφύγιο … Dictionary of Greek
βοήθημα — το 1. αυτό που δίνουμε για βοήθεια: Παίρνει ένα βοήθημα από την Πρόνοια. 2. σύγγραμμα από το οποίο αντλεί κάποιος στοιχεία, για να κάνει δική του εργασία: Για να δουλέψω, μου χρειάζονται πολλά βοηθήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βοήθημ' — βοήθημα , βοήθημα resource neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθημάτων — βοήθημα resource neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθήμασι — βοήθημα resource neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθήμασιν — βοήθημα resource neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθήματα — βοήθημα resource neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθήματι — βοήθημα resource neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθήματος — βοήθημα resource neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφυγή — η, ΝΜΑ [προσφεύγω] καταφυγή σε κάποιον ή σε κάτι από ανάγκη, ιδίως για αναζήτηση προστασίας νεοελλ. 1. αίτηση σε επίσημη κρατική ή διεθνή αρχή με την οποία επιδιώκεται ακύρωση, ανάκληση ή τροποποίηση μιας πράξης ή απόφασης (α. «προσφυγή στο… … Dictionary of Greek