-
1 βοηθημα
- ατος τό1) помощь, поддержка(Arst.; πρὸς τέν μάχην Polyb.)
2) средство, способ3) лечебное средство, лекарство Plut., Diod. -
2 βοήθημα
См. также в других словарях:
βοήθημα — resource neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοήθημα — το (AM βοήθημα) [βοηθώ] νεοελλ. 1. το μέσο με το οποίο παρέχεται η βοήθεια ή το πράγμα που χρησιμεύει για βοήθεια 2. βιβλίο ή σύγγραμμα από το οποίο παίρνει ορισμένα στοιχεία ο μελετητής αρχ. μσν. φάρμακο αρχ. καταφύγιο … Dictionary of Greek
βοήθημα — το 1. αυτό που δίνουμε για βοήθεια: Παίρνει ένα βοήθημα από την Πρόνοια. 2. σύγγραμμα από το οποίο αντλεί κάποιος στοιχεία, για να κάνει δική του εργασία: Για να δουλέψω, μου χρειάζονται πολλά βοηθήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βοήθημ' — βοήθημα , βοήθημα resource neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθημάτων — βοήθημα resource neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθήμασι — βοήθημα resource neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθήμασιν — βοήθημα resource neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθήματα — βοήθημα resource neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθήματι — βοήθημα resource neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθήματος — βοήθημα resource neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφυγή — η, ΝΜΑ [προσφεύγω] καταφυγή σε κάποιον ή σε κάτι από ανάγκη, ιδίως για αναζήτηση προστασίας νεοελλ. 1. αίτηση σε επίσημη κρατική ή διεθνή αρχή με την οποία επιδιώκεται ακύρωση, ανάκληση ή τροποποίηση μιας πράξης ή απόφασης (α. «προσφυγή στο… … Dictionary of Greek