-
41 τρυγύ-βιος
τρυγύ-βιος, f. L. statt τρυσίβιος Poll. 6, 27.
-
42 τρῡσί-βιος
τρῡσί-βιος, das Leben aufreibend, erschöpfend, es kärglich u. mühselig machend, Ar. Nubb. 420 γαστήρ; – bei Poll. 6, 27 Ggstz von ἁβροδίαιτος, kärglich lebend.
-
43 φαυλό-βιος
φαυλό-βιος, schlecht lebend, Schol. Ar. Ran. 425.
-
44 φαό-βιος
-
45 φερέσ-βιος
φερέσ-βιος, Leben, Lebensunterhalt tragend, hervorbringend, Nahrung gebend; γαῖα H. h. Apoll. 341; Hes. Th. 693; οὖϑαρ ἀρούρης h. Cer. 450; ἄρουρα H. h. 30, 9; Ἥρη Empedocl. 27, das Element der Erde; Δημήτηρ Antiphan. Arg. frg. 1; sp. D., φόλλις Pallad. ep. (IX, 558), πυρσὸς τέχνης φερέσβιος Iulian. 23 ( Plan. 87).
-
46 χερσό-βιος
χερσό-βιος, auf dem festen Lande lebend, Ggstz λιμνόβιος, Sp.
-
47 χειρό-βιος
χειρό-βιος, von seiner Hände Arbeit lebend, Suid.
-
48 βραχύ-βιος
βραχύ-βιος, von kurzcm Leben, Plat. Rep. VIII, 546 a u. Folgde; comp., Arist. H. A. 2, 3; superl., Strab.
-
49 μυρμηκό-βιος
μυρμηκό-βιος, wie die Ameisen lebend, Eust. 58, 3.
-
50 νυκτό-βιος
νυκτό-βιος, = νυκτερόβιος, Procl. paraphr. Ptolem.
-
51 νυκτερό-βιος
νυκτερό-βιος, bei Nacht lebend oder seinen Lebensunterhalt suchend, Arist. H. A. 1, 1, 28.
-
52 νυκτί-βιος
νυκτί-βιος, = νυκτερόβιος, Hesych.
-
53 ξυνή-βιος
-
54 κτησί-βιος
κτησί-βιος, Vermögen besitzend, Sp. – S. nom. pr.
-
55 κακό-βιος
-
56 καλό-βιος
καλό-βιος, schön lebend, Sn.
-
57 καθ-ημερό-βιος
καθ-ημερό-βιος, der sorglos in den Tag hineinlebt.
-
58 κοσμό-βιος
κοσμό-βιος, ὁ, der für die Welt, das Irdische lebt, Greg. Naz.
-
59 κοινό-βιος
κοινό-βιος, mit Anderen in Gemeinschaft lebend, Iambl. u. a. Sp.; – τὸ κοινόβιον, ein Kloster, Sp.
-
60 εὔ-βιος
См. также в других словарях:
βιός — βιός, το (Α) το τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν εξαιρέσει κανείς την κατάληξη, ο τ. βιός ταυτίζεται με αρχ. ινδ. j(i)ya, αβεστ. jya «χορδή (του τόξου)». Έχει υποτεθεί ότι το αρσ. βιός προήλθε από αρχικό θηλ. βιός, πράγμα που εξηγεί και τη διαφορά στην κατάληξη … Dictionary of Greek
βιος, ο — και το βλ. βιο, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιός — bow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — life masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
βίος — ο 1.η ύπαρξη ζωντανού οργανισμού, η ζωή και η διάρκειά της: Ο συζυγικός του βίος είναι πολύ ευτυχισμένος. 2. βιογραφία: Ο βίος του αγίου Δημητρίου περιέχει πολλά ιστορικά στοιχεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βίος, έντιμος — Στο δίκαιο, ο πριν από την παράνομη πράξη έ.β. είναι λόγος μείωσης της ποινής. Επίσης, λαμβάνεται υπόψη για την αποκατάσταση εκείνων που έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα μετά από ποινική καταδίκη … Dictionary of Greek
Βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. — βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. См. Коротать время … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Παλαίσμαθ’ ἡμῶν ὁ βίος, εὐτυχοῦσι δὲ… — См. Жизнь борьба … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὁ βίος βραχὺς, ἡ δὲ τέχνη μακρή. — См. Жизнь коротка, искусство долго … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οἱος ὁ βίος τοιοῦτος καὶ ὁ λόγος. — См. Знать человека по речам … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)