-
1 φαυλό-βιος
φαυλό-βιος, schlecht lebend, Schol. Ar. Ran. 425.
-
2 φαυλόβιος
φαυλό-βῐος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαυλόβιος
-
3 φαυλόβιος
См. также в других словарях:
φαυλόβιος — α, ο / φαυλόβιος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Ν αυτός που διάγει φαύλο βίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + βιος (< βίος), πρβλ. μακρό βιος] … Dictionary of Greek