-
61 ναυσί-βιος
ναυσί-βιος, von der Fischerei lebend, Alciphr. 1, 12 als n. pr.
-
62 δύς-βιος
δύς-βιος, = folgdm, B. A. 323.
-
63 μικρό-βιος
μικρό-βιος, kurz lebend (?).
-
64 μεγαλό-βιος
μεγαλό-βιος, ὁ, ein großes, berühmtes Leben, Sp.
-
65 μελλέ-βιος
μελλέ-βιος, ein in Ohnmacht od. in den letzten Zügen Liegender, bei dem das Leben zaudert, Hesych.
-
66 μελάμ-βιος
μελάμ-βιος, von schwarzem, dunkelm Leben, Hesych.
-
67 μακρό-βιος
μακρό-βιος, lange lebend; Arist. rhet. 1, 5; Luc. Macrob. 6 u. a. Sp. S. nom. pr.
-
68 δηρό-βιος
-
69 μονό-βιος
-
70 λυπρό-βιος
λυπρό-βιος, kümmerlich lebend, Strab. VII, 318.
-
71 λυχνό-βιος
λυχνό-βιος, bei der Leuchte lebend, der aus Nacht Tag macht, Seneca epist. 122.
-
72 λιπό-βιος
-
73 λιμνό-βιος
λιμνό-βιος, im See, Sumpfe lebend, Ael. N. A. 6, 10.
-
74 λαμπρό-βιος
λαμπρό-βιος, glänzend lebend, Sp.
-
75 οἰό-βιος
οἰό-βιος, einsam lebend, VLL.
-
76 οἰκτρό-βιος
οἰκτρό-βιος, kläglich lebend, Sp.
-
77 οἰκό-βιος
οἰκό-βιος, zu Hause, häuslich lebend, Schol. Pind. N. 8, 58.
-
78 λῑτό-βιος
-
79 αὐξί-βιος
αὐξί-βιος, Leben verlängernd, Sp.
-
80 αἰσχρό-βιος
αἰσχρό-βιος, schändlich lebend, Orac. Sib.
См. также в других словарях:
βιός — βιός, το (Α) το τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν εξαιρέσει κανείς την κατάληξη, ο τ. βιός ταυτίζεται με αρχ. ινδ. j(i)ya, αβεστ. jya «χορδή (του τόξου)». Έχει υποτεθεί ότι το αρσ. βιός προήλθε από αρχικό θηλ. βιός, πράγμα που εξηγεί και τη διαφορά στην κατάληξη … Dictionary of Greek
βιος, ο — και το βλ. βιο, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιός — bow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — life masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
βίος — ο 1.η ύπαρξη ζωντανού οργανισμού, η ζωή και η διάρκειά της: Ο συζυγικός του βίος είναι πολύ ευτυχισμένος. 2. βιογραφία: Ο βίος του αγίου Δημητρίου περιέχει πολλά ιστορικά στοιχεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βίος, έντιμος — Στο δίκαιο, ο πριν από την παράνομη πράξη έ.β. είναι λόγος μείωσης της ποινής. Επίσης, λαμβάνεται υπόψη για την αποκατάσταση εκείνων που έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα μετά από ποινική καταδίκη … Dictionary of Greek
Βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. — βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. См. Коротать время … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Παλαίσμαθ’ ἡμῶν ὁ βίος, εὐτυχοῦσι δὲ… — См. Жизнь борьба … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὁ βίος βραχὺς, ἡ δὲ τέχνη μακρή. — См. Жизнь коротка, искусство долго … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οἱος ὁ βίος τοιοῦτος καὶ ὁ λόγος. — См. Знать человека по речам … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)